Η εξέλιξη του παράκτιου σχεδιασμού στην Αττική αναδεικνύεται πλήρως μέσω της Ακτής και της Β’ Πλαζ Βουλιαγμένης. Μικρής κλίμακας κατασκευές και φιλόξενοι χώροι ενσωματώνονται στο φυσικό τοπίο, ενώ η ανάπλαση ενθαρρύνει την παραμονή, την εξερεύνηση και τη σύνδεση με το περιβάλλον.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οργανωμένης διαμόρφωσης του παράκτιου μετώπου της Αττικής συνιστά η Ακτή Βουλιαγμένης. Πρόκειται για μια περιοχή που από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν άρχισε να λαμβάνει τουριστική και κοινωνική ταυτότητα, μέχρι τις πρόσφατες παρεμβάσεις αναβάθμισης αποτυπώνει με σαφήνεια τη διαδρομή της ελληνικής αρχιτεκτονικής και κατασκευαστικής σκέψης σε χώρους αναψυχής. Τοποθετημένη σε έναν φυσικό κόλπο με ιδιαίτερη μορφολογία, προάγει τη συνύπαρξη φυσικού τοπίου και τεχνικών υποδομών, ενώ αποτελεί πια όχι μόνο έναν δημοφιλή προορισμό αλλά και πεδίο μελέτης για την εξέλιξη των κατασκευών σε παραθαλάσσιες ζώνες, την προσαρμογή των υλικών στις κλιματολογικές συνθήκες και τη σχέση του δημόσιου χώρου με τον αστικό ιστό.
Σχεδιασμός, κατασκευή και λειτουργία
Η Ακτή Βουλιαγμένης ξεχωρίζει για τη μοντέρνα και κοσμοπολίτικη κατασκευή, με φέροντα οργανισμό από μεταλλικές κολώνες και πλάκες μπετόν. Οι ελαφριές κατασκευές ενισχύουν την ένταξη των εγκαταστάσεων στο φυσικό περιβάλλον, διατηρώντας, παράλληλα, την ανθρώπινη και τοπική κλίμακα. Υποδομές όπως πράσινα πάρκα, γήπεδα, αποδυτήρια και Wi-Fi εξασφαλίζουν την περιβαλλοντική αρτιότητα.
Η Ακτή είναι πλήρως προσβασιμη για άτομα με αναπηρία, με ειδική ράμπα, εγκατάσταση πρόσβασης στη θάλασσα και ειδικές τουαλέτες. Οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν Wi-Fi σε πολλές περιοχές, καθώς και ηλεκτρονική προμήθεια εισιτηρίων (e-tickets). Επιπλέον, λειτουργεί καθημερινά φύλαξη από ναυαγοσώστη, υπάρχει χώρος πρώτων βοηθειών, και ειδική πρόβλεψη για φύλαξη τιμαλφών. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως η παραλία βραβεύεται ετησίως με Γαλάζια Σημαία για την καθαριότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών της, ενώ περιλαμβάνεται και στις λίστες του ΠΑΚΟΕ με τις καθαρές ακτές.
Η αρχιτεκτονική προσέγγιση για την Β Πλαζ Βούλας
Η Β΄ Πλαζ Βουλιαγμένης συνεχίζει την εξέλιξη της παράκτιας αρχιτεκτονικής, σεβόμενη το φυσικό τοπίο και την κληρονομιά της Ακτής. Για την αρχιτεκτονική προσέγγιση της, ένα έργο που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το γραφείο Athens Creative και βασίστηκε στον σεβασμό προς το υφιστάμενο τοπίο και την κληρονομιά των κτιρίων του ΕΟΤ του ’70, μας μιλάει ο Ηλίας Παπαγεωργίου, Founder στην PILA Studio. «Διατηρώντας τη μικρή κλίμακα και τη χωρική διάσπαση της αρχικής σύνθεσης, επιλέξαμε να ενισχύσουμε τη λογική των «θυλάκων» — μικρών περιοχών που εντάσσονται αρμονικά στο ευρυτερο τοπίο» αναφέρει. Όπως μας πληροφορεί «η ορθοκανονική γεωμετρία των κτιρίων διατηρείται, λειτουργώντας ως αντίστιξη στις καμπυλόμορφες χειρονομιες του τοπίου, οι οποίες ακολουθούν τη φυσιογνωμία του παραλιακού μετώπου». «Η πρόκληση ήταν να συνδυαστεί η αποκατάσταση των κτιρίων με τη δημιουργία ενός νέου, φιλόξενου τοπίου που αναδεικνύει τη σύγχρονη εμπειρία αναψυχής, προσφέροντας πολλαπλές ποιοτικές εμπειρίες στον επισκέπτη» υπογραμμίζει.
Εμπειρία οικειότητας και εναλλαγής
«Η μικρής κλίμακας προσέγγιση διαμορφώνει μια εμπειρία που βασίζεται στην οικειότητα και την εναλλαγή» δηλώνει ο Ηλίας Παπαγεωργίου. Όπως επισημαίνει «αντί για έναν ενιαίο και απρόσωπο χώρο, δημιουργείται ένα μωσαϊκό από εμπειρίες από σκιερές γωνιές, διαδρομές, σημεία θέασης και ανάπαυσης». «Η προσέγγιση αυτή ενισχύει την ανθρώπινη κλίμακα και φέρνει τον επισκέπτη πιο κοντά στο τοπίο γύρω του» εξηγεί.
«Η φύτευση και τα νέα στοιχεία σκίασης συμβάλλουν στη δημιουργία μικροκλίματος, ενώ παράλληλα ενισχύουν τη βιοποικιλότητα» αναφέρει, τονίζοντας πως τα κτίρια δεν επιβάλλονται στο τοπίο, αλλά αποκαλύπτονται μέσα από αυτό σε μια σκηνογραφία καθημερινών ανακαλύψεων.
«Ακολουθώντας την παραπάνω στρατηγική, η Πλαζ μετατρέπεται σε χωρο βιωματικό: ενθαρρύνει την παραμονή, την εξερεύνηση και την συνύπαρξη» καταλήγει ο Ηλίας Παπαγεωργίου.
«Μικροί χώροι, μεγάλος αντίκτυπος»
Ηλίας Παπαγεωργίου Founder, Pila Studio
«Η μικρής κλίμακας προσέγγιση διαμορφώνει μια εμπειρία που βασίζεται στην οικειότητα και την εναλλαγή. Αντί για έναν ενιαίο και απρόσωπο χώρο, δημιουργείται ένα μωσαϊκό από εμπειρίες, από σκιερές γωνιές, διαδρομές, σημεία θέασης και ανάπαυσης. Η προσέγγιση αυτή ενισχύει την ανθρώπινη κλίμακα και φέρνει τον επισκέπτη πιο κοντά στο τοπίο γύρω του. Η φύτευση και τα νέα στοιχεία σκίασης συμβάλλουν στη δημιουργία μικροκλίματος, ενώ παράλληλα ενισχύουν τη βιοποικιλότητα. Τα κτίρια δεν επιβάλλονται στο τοπίο, αλλά αποκαλύπτονται μέσα από αυτό σε μια σκηνογραφία καθημερινών ανακαλύψεων».