Πώς σχολιάζει, από τεχνικής πλευράς,όσα διαδραματίστηκαν στον αυτοκινητόδρομο της Αττικής εξαιτίας της πρόσφατης ραγδαίας χιονόπτωσης.

Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν -κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- για την Αττική Οδό ως κατασκευή. Υπήρξαν αρκετοί εκείνοι που υποστήριξαν πως υπάρχουν πολλά τρωτά σημεία στον αυτοκινητόδρομο τα οποία επιδείνωσαν τις συνθήκες που προκάλεσε το απροσδόκητα ραγδαίο φαινόμενο κακοκαιρίας που χτύπησε την Ελλάδα. Τι ισχύει όμως στην πραγματικότητα; Είναι ή δεν είναι τελικά η Αττική Οδός ένας σύγχρονος αυτοκινητόδρομος;

Για να αποκτήσουμε μια καλύτερη εικόνα του αυτοκινητόδρομου, μετά τα όσα έγιναν από τη χιονόπτωση, επικοινωνήσαμε με τον Μάκη Ασημάκη, τον συνεταίρο και υπεύθυνο της Οδομηχανικής, η οποία είχε αναλάβει μέσω ανάθεσης τα καθήκοντα του κυρίου συμβούλου από το υπουργείο (επί Στέφανου Μάνου) για τη μελέτη της Αττικής Οδού. Η Οδομηχανική συνέταξε τα τεύχη δημοπράτησης που διαπραγματεύθηκε το δημόσιο με τον παραχωρησιούχο την κατασκευή του έργου, αλλά και ολοκλήρωσε για την ανάδοχο την οριστική μελέτη του κατεπείγοντος πρώτου τμήματος, από τον Σταυρό της Αγίας Παρασκευής έως και το αεροδρόμιο.

Δεν υπήρχε το αντίστοιχο σενάριο
Η συζήτησή μας ξεκίνησε με το εάν η κακοκαιρία που ενέσκηψε αποκάλυψε ορισμένες σχεδιαστικές αδυναμίες. «Η Αττική Οδός είναι ένας σύγχρονος αυτοκινητόδρομος που έχει κατασκευαστεί με τις πιο προηγμένες και αυστηρές διεθνείς προδιαγραφές», σημειώνει ο κ. Ασημάκης και συμπληρώνει πως «δεν υπολείπεται σε τίποτα έναντι των άλλων μεγάλων οδικών αξόνων σε Ευρώπη και Αμερική. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν θα αλλάζαμε τίποτα στην Αττική Οδό σε σχέση με όσα καιρικά φαινόμενα παρουσιάστηκαν». Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν είχε προβλεφθεί σενάριο αντιμετώπισης έκτακτης χιονόπτωσης. «Ήταν ένα απροσδόκητο για την Αττική γεγονός και επειδή όλα γίνονται βάσει προκαθορισμένων σεναρίων, πιστεύω ότι δεν υπήρχε η αντίστοιχη πρόβλεψη. Πιστεύω όμως ότι πρέπει το Δημόσιο, με πρωτοβουλία του υπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Χρήστου Στυλιανίδη, να συμπεριλάβει στα εγχειρίδια λειτουργίας και συντήρησης της οδού αντίστοιχο σενάριο».

Λύσεις πρόληψης και αντιμετώπισης
Αφού πράγματι η Αττική Οδός είναι μια σύγχρονη υποδομή που έχει κατασκευαστεί με τις υψηλότερες προδιαγραφές, τι μεθόδους αντιμετώπισης θα μπορούσαμε πλέον να λάβουμε υπόψη μας για την καλύτερη διαχείριση αντίστοιχων φαινομένων, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία;

«Η πρώτη ιδέα που θα μπορούσε να εφαρμοστεί είναι η χρήση εξοπλισμού άλμης. Δηλαδή αντί να ρίχνουμε αλάτι, θα χρησιμοποιήσουμε αλατόνερο, το οποίο διαρκεί περισσότερο στο οδόστρωμα και επιτρέπει την απροβλημάτιστη λειτουργία του δρόμου. Δεν χρησιμοποιείται ακόμη στην Ελλάδα, αλλά είναι ευρέως διαδεδομένο στην Κεντρική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και δεν έχει μεγάλο κόστος», σχολιάζει.

«Ο δεύτερος τρόπος αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων είναι η χρήση συστοιχίας εκχιονιστικών, δηλαδή μιας ομάδας εκχιονιστικών σε διαγώνια παράταξη που θα καθαρίζουν όλον τον δρόμο και θα διευκολύνουν την πορεία των αυτοκινήτων. Σε αυτήν την περίπτωση, μάλιστα, για να μη συσσωρεύεται το χιόνι προς την πλευρά των εξόδων, θα πρέπει να υπάρχει η οδηγία να συσσωρεύεται προς την πλευρά της κεντρικής νησίδας, για να περιοριστεί κατά μία λωρίδα η κυκλοφορία. Έτσι, οι έξοδοι από την Αττική Οδό και οι ΛΕΑ θα μένουν ανοιχτές».

Φυσικά οι προτεινόμενες λύσεις αφορούν την περίπτωση της Αττικής Οδού, γιατί ανάλογα με τη φυσιογνωμία του κάθε οδικού άξονα μπορούμε να εφαρμόσουμε και πιο δραστικές παρεμβάσεις. Όπως σημειώνει ο κ. Ασημάκης. «η Μαλακάσα, για παράδειγμα, κλείνει συνέχεια όταν έχουμε έντονα καιρικά φαινόμενα, λόγω υψομέτρου. Σε αυτήν την ακραία περίπτωση θα μπορούσε να κατασκευαστεί θερμαινόμενο οδόστρωμα, που ακολουθεί τη λογική της υποδαπέδιας θέρμανσης στις κατοικίες. Αλλά πρόκειται για μια κοστοβόρα λύση που δεν αφορά σε καμία περίπτωση την Αττική Οδό, η οποία δεν έχει ψηλά σημεία. Επίσης, σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να κατασκευαστεί στέγαστρο, το οποίο και πάλι δεν έχει νόημα στην περίπτωση της Αττικής Οδού».

Γιατί δεν υπάρχουν έξοδοι διαφυγής
Ένας ακόμη ισχυρισμός που κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν η άποψη πως η Αττική Οδός δεν έχει εξόδους διαφυγής, κάτι που εμπόδισε όσους εισήλθαν στον αυτοκινητόδρομο, κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας, να απεγκλωβιστούν.

«Στην Αττική Οδό δεν υπάρχει ανάγκη να υπάρχουν έξοδοι διαφυγής αυτοκινήτων ή και πεζών», τονίζει. «Κάνουμε αναστροφές όταν οι κόμβοι είναι σε μεγάλες αποστάσεις, περίπου 10-15 χιλιόμετρα, και τότε γίνονται διακοπές νησίδας. Στην Αττική Οδό, από το Ζεφύρι ως τον κόμβο Μαραθώνα υπάρχουν αλλεπάλληλοι κόμβοι, όπου οι λωρίδες επιτάχυνσης του ενός συναντούν τις λωρίδες επιβράδυνσης του άλλου. Η απόσταση δηλαδή των κόμβων είναι τέτοια που δεν υποχρεώνει την ύπαρξη αναστροφών, δηλαδή εξόδων διαφυγής».

Δεν υπάρχει ο κίνδυνος πλημμύρας

Από τη στιγμή όμως που η Αττική Οδός έχει κατασκευαστεί κάτω από έδαφος, δεν υπάρχει ο κίνδυνος να πλημμυρίσει;

Και σε αυτό το ερώτημα, είναι κατηγορηματικός: «Σε πυκνό αστικό ιστό είναι αδύνατον να κατασκευαστούν αυτοκινητόδρομοι στο επίπεδο του εδάφους, γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα κόβεται η συνοχή της εκατέρωθεν κοινότητας. Στην Αττική Οδό, δεν διαλέξαμε ούτε την υπερυψωμένη κατασκευή για λόγους αισθητικούς και θορύβου. Μάλιστα, λόγω της επιλογής μας είχαμε να αντιμετωπίσουμε το δύσκολο θέμα των υδραυλικών, αλλά οι λύσεις που δόθηκαν ήταν τόσο ικανοποιητικές ώστε διασφάλισαν πλήρως την αντιπλημμυρική προστασία του έργου, προβλέποντας πιθανές αστοχίες του παράπλευρου συστήματος όμβριων υδάτων».

Σε αντίθεση με την Αττική Οδό, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη Λεωφόρο Κηφισού, «η οποία είναι σχεδιασμένη με περίοδο επαναφοράς μία φορά στα 20 χρόνια και μάλιστα με συντελεστές απορροής του 1980. Πλέον, ο Κηφισός έχει φτάσει στα όριά του».

Το μόνο μελανό σημείο
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει ένα χαρακτηριστικό της Αττικής Οδού που θεωρεί ως «μελανό σημείο». «Παράλληλα με την Αττική Οδό έπρεπε να κατασκευαστεί και η Λεωφόρος Κύμης. Έτσι ήταν άλλωστε το σχέδιο που είχαμε ολοκληρώσει. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα κομβικό έργο που έπρεπε να γίνει τότε και προχωρά πλέον με καθυστέρηση 20 ετών», καταλήγει.