Τα κριτήρη λευκή, ανόργανη χημική ένωση χρησιμοποιείται ευρύτατα ως χρωστική ουσία, με πάμπολλα πλεονεκτήματα. Μεταξύ των βιομηχανιών που γίνεται χρήση του, είναι και εκείνη των χρωμάτων, για την οποία μάλιστα αποτελεί αναντικατάστατη πρώτη ύλη. Η Ευρώπη έχει εγχώρια παραγωγή διοξειδίου του τιτανίου, η οποία όμως δεν επαρκεί για να καλύψει τη συνολική ζήτηση. Έτσι, ο κλάδος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές για να καλύψει το κενό, με την Κίνα να αποτελεί κύριο προμηθευτή, λόγω της μεγάλης παραγωγικής της δυναμικότητας και της ανταγωνιστικής τιμολόγησης (εκεί το κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο).
Προσωρινοί δασμοί anti-dumping στις εισαγωγές από την Κίνα
Παράλληλα, όμως, οι Κινέζοι παραγωγοί, λόγω ακριβώς του πιο χαμηλού κόστους και της μεγαλύτερης κλίμακας παραγωγής, μπορούν να προσφέρουν το διοξείδιο του τιτανίου σε πιο χαμηλή τιμή, καθιστώντας έτσι δύσκολο για τους Ευρωπαίους παραγωγούς να τους ανταγωνιστούν και πιέζοντας τις τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά. Στις 10/07/2024, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό ΕΕ 2024/1923, για την επιβολή προσωρινού δασμού anti-dumping, που κυμαίνεται από 14,4% έως 39,7%, στις εισαγωγές διοξειδίου του τιτανίου από την Κίνα. Στόχος της, η προστασία των Ευρωπαίων παραγωγών από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, μέσω της διασφάλισης μιας δικαιότερης αγοράς, με περιορισμό της εισαγωγής προϊόντων σε υπερβολικά χαμηλές τιμές και συμβολή στη σταθεροποίηση των τιμών για τους παραγωγούς της Ευρώπης.
Ωστόσο, το ζήτημα των δασμών αυτών έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό σε όλη την ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία. Ορισμένοι Ευρωπαίοι παραγωγοί διοξειδίου του τιτανίου πιέζουν να επιβληθούν οι δασμοί, μα άλλοι κλάδοι, λ.χ. η βιομηχανία χρωμάτων, που εξαρτώνται από τις εισαγωγές πρώτων υλών από την Κίνα, ανησυχούν πως οι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος παραγωγής, θα επηρεάσουν την τελική τιμή των προϊόντων τους, θα μειώσουν την ανταγωνιστικότητα. Αυτούς ακριβώς τους προβληματισμούς συζήτησε το Build, στο πλαίσιο του αφιερώματός του στις εφαρμογές χρωμάτων, με στελέχη της ελληνικής χρωματοβιομηχανίας.
«Ο κλάδος θα υποστεί πολλαπλές ζημίες…»
Σύμφωνα με τον Άκη Καπασακαλίδη, Πρόεδρο της διοικούσας επιτροπής της Ομάδας Συγκολλητικών και Σφραγιστικών Υλικών (ΟΣΣΥ) και Αντιπρόεδρο/CEO της Novamix, «η επιβολή του προσωρινού δασμού anti-dumping στις εισαγωγές διοξειδίου του τιτανίου από την Κίνα δεν αποτέλεσε απροσδόκητη εξέλιξη για την ευρωπαϊκή αγορά. Η Κίνα έχει επιδιώξει στρατηγικά την κυριαρχία στην αγορά των κρίσιμων πρώτων υλών. Η ΕΕ αντέδρασε για να προστατεύσει τη βιομηχανία τιτανίου στην Ευρώπη, αλλά η απάντηση ήταν μερική, καθώς ο δασμός δεν επεκτείνεται στα εισαγόμενα τελικά προϊόντα χρωμάτων που περιέχουν κινεζικό διοξείδιο του τιτανίου».
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ), Αρμόδιος Γιαννίδης, υπογραμμίζει: «Η επιβολή του δασμού αντιλαμβανόμαστε ότι σημαίνει, αυτόματα, αύξηση του κόστους του εισαγόμενου διοξειδίου του τιτανίου και, δεδομένου ότι το διοξείδιο του τιτανίου αποτελεί βασικό συστατικό σε πολλά χρώματα, η αύξηση του κόστους παραγωγής είναι αναπόφευκτη. Ανεξαρτήτως της ζήτησης, το κόστος ενδέχεται να μετακυλιστεί στους καταναλωτές, επηρεάζοντας την κατανάλωση και το κόστος των έργων. Ήδη, με την ανακοίνωση του anti-dumping duty, οι τιμές συγκρατήθηκαν σε υψηλά επίπεδα». Ο κ. Γιαννίδης πρόσθεσε: «Μακροπρόθεσμα, υπάρχει κίνδυνος να δούμε απώλεια θέσεων εργασίας από την βιομηχανία χρωμάτων, που απασχολεί πλέον των 110.000 ανθρώπων έναντι μόνο 5.000 που απασχολούνται στην παραγωγή διοξειδίου του τιτανίου. Μία υποθετική απώλεια του 10% των απασχολούμενων στο χρώμα θα είναι η διπλάσια του συνόλου του κλάδου που αιτήθηκε και προστατεύθηκε».
Ο Διευθυντής του Συνδέσμου Βιομηχανιών Χρωμάτων, Βερνικιών και Επιχρισμάτων, Πάνος Σκαρλάτος, λέει: «Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί, ότι τρίτες χώρες, όμορες και σε κοντινές αποστάσεις από τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχουν την δυνατότητα να εισάγουν διοξείδιο του τιτανίου από την Κίνα χωρίς την επιβάρυνση αυτών των πρόσθετων δασμών και να παράγουν αντίστοιχα προϊόντα σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές εξάγοντάς τα έπειτα στην ΕΕ, στην Ελλάδα και σε άλλους εξαγωγικούς μας προορισμούς. Οι τρίτες χώρες που θα αγοράζουν διοξείδιο του τιτανίου από την Κίνα (χωρίς την επιβάρυνση του anti-dumping duty) θα έχουν πιο ανταγωνιστικές τιμές κόστους, που μπορεί να φτάσει μέχρι και 50% χαμηλότερα από παρόμοια προϊόντα που παράγονται στην ΕΕ (με διοξείδιο του τιτανίου που θα έχει επιβαρυνθεί με anti-dumping duty)».
Ο κ. Γιαννίδης προειδοποιεί και εκείνος, από την πλευρά του, ότι «ενδέχεται να δούμε μείωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών εταιρειών έναντι αυτών που παράγουν σε όμορες χώρες. Οι εταιρείες εκτός Ευρώπης θα απολαμβάνουν ακόμα χαμηλότερες τιμές διοξειδίου του τιτανίου, καθώς η παραγωγή θα υπερκαλύπτει την όποια ζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, η βιομηχανία θα χρειαστεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, αξιολογώντας τις στρατηγικές που θα βοηθήσουν στη μείωση της εξάρτησης από το εισαγόμενο διοξείδιο του τιτανίου και διατηρώντας τη βιωσιμότητα των προϊόντων της. Μικρότεροι παραγωγοί χρωμάτων μπορεί να βρεθούν σε δύσκολη θέση, μιας και θα πρέπει να απορροφήσουν μέρος των αυξήσεων κόστους ή να επανασχεδιάσουν τις συνταγές των προϊόντων τους προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικοί».
Επιπλέον, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Smaltolin ΑΕ, Κωνσταντίνος Καλλίνης, αναφέρει: «Η δυναμικότητα παραγωγής στην Ευρώπη ανέρχεται περίπου στο 25%. Άρα, οι ελληνικές χημικές βιομηχανίες θα έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός από τις ανατιμήσεις που θα προκύψουν από το νέο έτος, επιπλέον αυξήσεις στην περίπτωση εισαγωγής από την Κίνα, σε ένα ποσοστό που μπορεί να φθάσει έως και το 40%. Συμπερασματικά, το κόστος των έτοιμων προϊόντων θα αυξηθεί…». «Αυξάνοντας το κόστος του εισαγόμενου από την Κίνα διοξειδίου του τιτανίου, με τα προτεινόμενα ποσοστά, θα οδηγηθούμε, εκτός όλων των άλλων και σε διατάραξη της αλυσίδας εφοδιασμού», τονίζει ο κ. Σκαρλάτος. «Στις οικονομικές συνέπειες που θα έχουν όλα αυτά τα ζητήματα προσθέτω και τη μείωση της καινοτομίας και τις δυσμενείς επιπτώσεις σε συναφείς κλάδους, πόσο μάλλον στον ίδιο τον καταναλωτή». Επίσης, ο κ. Καπασακαλίδης σχολιάζει ότι η κατάσταση αυτή, συν τοις άλλοις, «μειώνει και την εξαγωγική δυνατότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών χρωμάτων», ενώ ο κ. Σκαρλάτος προχώρησε και στη δυσοίωνη πρόβλεψη ότι, «σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό από τις τρίτες χώρες που δεν θα έχουν αντίστοιχους περιορισμούς, ο κλάδος θα υποστεί ζημία».
Τι εναλλακτικές επιλογές υπάρχουν, λοιπόν;
«Δεν υφίσταται κάποια εναλλακτική πρώτη ύλη που να μπορεί να αντικαταστήσει το διοξείδιο του τιτανίου», παραδέχεται ο κ. Καπασακαλίδης. «Δεν υπάρχουν υποκατάστατες πρώτες ύλες, ούτε εύκολες λύσεις για τους παραγωγούς», επιβεβαιώνει ο κ. Γιαννίδης. «Η νόθευση του διοξειδίου του τιτανίου κάτω από το όριο καθαρότητας κατά 80% που δασμολογείται έχει ήδη φανεί στην αγορά. Αλλά, η μείωση της περιεκτικότητας στο τελικό προϊόν και η χρήση υποδεέστερης ποιότητας είναι επιλογές που θα έχουν άμεση επίπτωση στην αποτελεσματικότητα των χρωμάτων. Οι αγοραστές ενδέχεται να στραφούν σε προϊόντα πιο χαμηλής κλάσης, επηρεάζοντας τον τζίρο πωλήσεις των παραγωγών».
Κατά τον κ. Σκαρλάτο, «είναι σημαντικό να εξεταστούν πιο προσεκτικά οι πιθανές συνέπειες αυτών των μέτρων anti-dumping πριν εφαρμοστούν οριστικά. Κατά την άποψή μας, θα πρέπει να εκπονηθεί μελέτη επιπτώσεων πριν από την έκδοση του ΕΕ 2024/1923 για επιχειρήσεις/οντότητες σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, προκειμένου να μπορεί η ΕΕ να αντιμετωπίσει τις αρνητικές επιπτώσεις στους τελικούς χρήστες του διοξειδίου του τιτανίου». Καταλήγοντας, ο κ. Γιαννίδης τονίζει: «Προφανώς θέλουμε να στηρίξουμε την παραγωγή στην ήπειρό μας. Όμως, η στήριξη των παραγωγών θα πρέπει να συνδυαστεί με αυστηρά μέτρα αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητάς τους. Εν προκειμένω, θα πρέπει να τεθεί η απαίτηση προσαύξησης της παραγωγικής δυναμικότητας κατά 15% ετησίως για τα 5 χρόνια προστασίας σε συνδυασμό με φορολόγηση κερδών, όπως έγινε στις εταιρείες ενέργειας, η οποία θα επιστρέφει στους επηρεαζόμενους κλάδους μέσω επιδοτήσεων για έρευνα και καινοτομία».