Σε οδηγό του για το επιχειρείν στην Τυνησία το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Τύνιδας επισημαίνει κλάδους της οικονομίας της βορειοαφρικανικής χώρας που παρουσιάζουν επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Το Γραφείο επισημαίνει, ότι ανάμεσα στα προϊόντα που παρουσιάζουν καλές προοπτικές για τις ελληνικές εξαγωγές στην Τυνησία είναι τα δομικά υλικά (λ.χ. αλουμίνιο, χάλυβας, μάρμαρο, πλαστικό, είδη θερμομόνωσης, ξυλεία), οι συσκευές κλιματισμού και θέρμανσης (θερμοσίφωνες), τα αρδευτικά συστήματα και τα είδη υγιεινής.

Παράλληλα, για τις ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζονται ευκαιρίες μεταξύ άλλων στους τομείς των κατασκευών, της ναυτιλίας, των υδρογονανθράκων, της παραγωγής ενέργειας, των ΑΠΕ, των μεταφορών, σε βιομηχανίες έντασης εργασίας με εξαγωγικό προσανατολισμό (όπως η κλωστοϋφαντουργία) και σε ορισμένες βιομηχανίες μηχανολογικού ή ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Επιπλέον, σύμφωνα με το Γραφείο οι Τυνήσιοι ενδιαφέρονται και για μεταφορά τεχνογνωσίας σε τομείς στους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ένας από αυτούς τους κλάδους, λέει το Γραφείο, είναι και η διαχείριση λιμένων.

Αξίζει τον… κόπο η τυνησιακή αγορά, η συμβουλή προς κατασκευαστικές

Συνεχίζοντας, το Γραφείο σχολιάζει πως η αγορά της Τυνησίας «αξίζει» να βρεθεί στο στόχαστρο των Ελλήνων εξαγωγέων τα επόμενα χρόνια, επειδή «παρουσιάζει θετικές προοπτικές ως προορισμός των ελληνικών εξαγωγών, μέσω της ενίσχυσης των δυναμικών κλάδων, όπως, π.χ., τα δομικά υλικάκαι με την περαιτέρω διαφοροποίηση των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων».

Ειδικά, δε, τις κατασκευαστικές εταιρείες, το Γραφείο συμβουλεύει ότι μία κίνηση για να αυξήσουν περαιτέρω την παρουσία τους στην τυνησιακή αγοράθα μπορούσε να αποτελέσει «η διερεύνηση δυνατοτήτων συνεργασίας με εγχώριες εταιρείες, με σκοπό την υλοποίηση κοινών δράσεων σε γειτονικές και λοιπές αφρικανικές χώρες».

Καταλήγοντας, το Γραφείο αναφέρει ότι υπάρχουν δύο, συγκυριακού χαρακτήρα πάντως, δυσκολίες στη διείσδυση στην τυνησιακή αγορά: η πρώτη αφορά στη χαμηλή ισοτιμία του τυνησιακού δηναρίου έναντι του ευρώ (που καθιστά τα εισαγόμενα προϊόντα πολύ ακριβά) και η δεύτερη στην κυβερνητική προσπάθεια για μείωση του εμπορικού ελλείμματος και στη συνολική πολιτική αποθάρρυνσης των «μη ζωτικής σημασίας» εισαγωγών.