Η φιλοσοφία του ΒΙΜ εισέρχεται όλο και πιο δυναμικά, τα τελευταία χρόνια, στην πραγματικότητα των ελληνικών μελετών και κατασκευών, ωστόσο η απουσία του κανονιστικού πλαισίου δημιουργεί ένα περιβάλλον αποσπασματικής χρήσης της διαδικασίας.
Του Νίκου Δήμου
Με μια απλή έρευνα στο διαδίκτυο, εύκολα βρίσκει κανείς πληροφορίες, σχετικά με τα τα οφέλη του ΒΙΜ για τον κλάδο μας. Ωστόσο, εκτεταμένη πληροφόρηση και ανάλυση για τις δυσκολίες εφαρμογής του ΒΙΜ δεν υπάρχει, καθώς πολλοί εκφέρουν απόψη, αλλά πραγματικά λίγοι κατέχουν εμπεριστατωμένη αντίληψη από την πραγματική χρήση του σε ένα έργο.
Στο παρόν άρθρο θα γίνει προσπάθεια κατηγοριοποίησης κάποιων εκ των δυσκολιών στην εφαρμογή της διαδικασίας ΒΙΜ με ταυτόχρονη αναγωγή στην ελληνική πραγματικότητα, βάσει της αντίστοιχης εμπειρίας μας από έργα μελέτης και την κατασκευής που έχουν έως τώρα καταγραφεί στο βιογραφικό μας.
Ο Κύριος του έργου
Το Α και το Ω: Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν στη σύμβαση και στις προδιαγραφές αυτής. Πλέον όλες οι χώρες στη Μέση Ανατολή, Αγγλία, ΗΠΑ, Σιγκαπούρη, Γερμανία, Γαλλία και άλλες, έχουν αποφασίσει να εντάξουν τη διαδικασία του ΒΙΜ σε όλα τα έργα που δημοπρατούνται με δημόσιο χρήμα αλλά και στα έργα που προχωρούν μέσω ιδιωτικών επενδύσεων. Διαφοροποιούν, επομένως, το πλαίσιο των προδιαγραφών τους σχετικά με το ΒΙΜ, σε μια πιο ώριμη μορφή, που περιλαμβάνει πλέον τη μελέτη, κατασκευή αλλά και διαχείριση της επένδυσης με το πέρας της κατασκευής. Αυτές οι προδιαγραφές σχετικά με τη διαδικασία ΒΙΜ, υφίστανται και ενσωματώνονται τόσο στις συμβάσεις των μελετητών όσο και στις συμβάσεις των κατασκευαστών και προδιαγράφουν τα προσδοκώμενα για την ομαλή μετάβαση στη διαχείριση της επένδυσης.
Στην Ελλάδα που, δυστυχώς, δεν ακολουθούνται αυτά τα «πρωτόκολλα», η «αρχιτεκτονική» των συμβάσεων υστερεί σε «σχεδιασμό» από την πλευρά του Κυρίου του Έργου, καθώς απουσιάζει η ένταξη της διαδικασίας του ΒΙΜ από την έναρξη της μελέτης ενός έργου μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών. Η απουσία του κανονιστικού πλαισίου και προδιαγραφών δημιουργούν ένα περιβάλλον αποσπασματικής και μεμονωμένης χρήσης της διαδικασίας ΒΙΜ, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Αυτό έχει ως επακόλουθο τα οφέλη για τα οποία τόσος λόγος έχει γίνει, να μη γίνονται αισθητά σε κανέναν.
Άρα πρέπει και στην Ελλάδα να δημιουργήσουμε το πλάνο της μετάβασης στην εποχή του ΒΙΜ, αλλά και το πλαίσιο των προδιαγραφών, με σαφή και καθορισμένα στάδια και τα αντίστοιχα προσδοκώμενα οφέλη σε κάθε στάδιο. Έχουμε την τύχη, κάποιες χώρες να έχουν προηγηθεί σε αυτή την προσπάθεια μετάβασης στο λεγόμενο Digital Construction, και άρα υπάρχει το «know how» στη σύσταση και διαχείριση του όλου σχεδιασμού της μετάβασης.
Το κενό μεταξύ Μελέτης & Κατασκευής
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στην Ελλάδα είναι το «κενό» μεταξύ της εκπονηθείσας μελέτης και της φάσης κατασκευής, όπου ο Κατασκευαστής απλά εκτελεί ό,τι έχει παραλάβει στη σύμβασή του. Σε πιο «ώριμες» αγορές, όπως της Αγγλίας, ΗΠΑ, ΗΑΕ, Κατάρ κ.λπ., όπου το ΒΙΜ είναι συμβατικά υποχρεωτικό, η κατεύθυνση που επικρατεί είναι ότι τις μελέτες εφαρμογής (Shop Drawings ή Working Drawings) τις συντάσσει ο Κατασκευαστής. Και αυτό διότι ο Κατασκευαστής γνωρίζει τη μέθοδο που θα ακολουθήσει, τους χρόνους και το προσωπικό να εκτελέσει τις εργασίες του, τα μηχανήματά του, τα υλικά που έχει συμπεριλάβει στην προσφορά του, αλλά και το Value Engineering που επίσης έχει δηλώσει ότι θα κάνει στην προσφορά του.
Η διαδικασία του ΒΙΜ εξασφαλίζει την ομαλή μετάβαση από τη Μελέτη στην Κατασκευή και φυσικά η ωρίμανση κάθε σταδίου γίνεται γρηγορότερα και οικονομικότερα. Τα δε οφέλη γίνονται πολλαπλάσια, όταν το έργο είναι Design & Build (Μελέτη & Κατασκευή) τόσο για τον Κύριο του Έργου όσο και για τον Κατασκευαστή.
Επένδυση σε έμψυχο κεφάλαιο και υλικοτεχνική υποδομή
Για τον ελληνικό κλάδο της μελέτης και της κατασκευής, το διάστημα της οικονομικής κρίσης ισοπέδωσε κάθε κεφάλαιο αλλά και διάθεση για επένδυση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και εκπαίδευση του τεχνικού προσωπικού, όσο και στην επένδυση σε πιο σύγχρονες υλικοτεχνικές υποδομές. Παράλληλα με το νομοθετικό πλαίσιο για την ψηφιακή μετάβαση στο Digital Construction, που πρέπει να θεσμοθετηθεί, πρέπει να υπάρχει και η αντίστοιχη κινητήριος δύναμη για να τρέξει τα έργα με αυτές τις προδιαγραφές, με τεχνικό προσωπικό καταρτισμένο για τις νέες τεχνολογίες, αλλά και οι αντίστοιχες υποδομές για να τις υποστηρίξουν. Το κόστος αναβάθμισης, συνολικά της τεχνικής ικανότητας του κλάδου, είναι μηδαμινό μπροστά στα οφέλη.
Ο κλάδος μας καλείται αυτήν την περίοδο να γίνει εξωστρεφής. Η εξωστρέφεια αυτή θα διερύνει τις δυνατότητές του τόσο σε ανθρώπινο αλλά και σε οικονομικό επίπεδο με πολλαπλά ωφέλη για τη χώρα μας. Εξασφαλίζει ερείσματα στην προσέλκυση του ελληνόφωνου τεχνικού δυναμικού που ζει και εργάζεται σε άλλες χώρες με σημαντική γνώση πάνω στις σύγχρονες διαδικασίες και τεχνικές. Κατ’ επέκταση και το υφιστάμενο τεχνικό προσωπικό θα συνταχθεί στις νέες απαιτήσεις τεχνολογίας με σωστή εκπαίδευση και τριβή επί του αντικειμένου. Τέλος, εξίσου σημαντική θα είναι και η οικονομική ισχυροποίηση των ελληνικών τεχνικών εταιρειών, αφού θα μπορούν σιγά σιγά να έχουν πρόσβαση και σε άλλες γραμμές χρηματοδότησης, εκτός των Ελληνικών.
Ο ελληνικός τεχνικός κόσμος πρέπει να, και θα μπορεί (με τη σωστή τεχνογνωσία) να είναι εξίσου ανταγωνιστικός τόσο εντός Ελλάδας όσο και εκτός Ελλάδας, έναντι στα ξένα τεχνικά σχήματα από πιο προηγμένες και ώριμες σε αυτόν τον τομέα χώρες.