Ενώπιον μιας νέας πρόκλησης η βιομηχανία χρωμάτων λόγω των ευρωπαϊκών δασμών που αποφάσισε η Ε.Ε. για τις εισαγωγές από την Κίνα.
Tο διοξείδιο του τιτανίου (TiO₂) είναι μια λευκή, ανόργανη χημική ένωση που χρησιμοποιείται ευρέως ως χρωστική ουσία λόγω της υψηλής καλυπτικής ικανότητάς του και της ανθεκτικότητάς του στο φως. Είναι ιδιαίτερα γνωστό για την εξαιρετική λευκότητα, καλυπτική δύναμη και λαμπρότητα που προσδίδει στα προϊόντα. Βρίσκει εφαρμογή κυρίως στη βιομηχανία χρωμάτων, πλαστικών, καλλυντικών και τροφίμων, καθώς και σε αντηλιακά, λόγω της ικανότητάς του να αντανακλά την υπεριώδη ακτινοβολία.
Αναντικατάστατο για τη βιομηχανία χρωμάτων
Για τους παραπάνω λόγους το TiO₂ είναι μια αναντικατάστατη πρώτη ύλη στη βιομηχανία χρωμάτων. Θεωρείται ένα σημαντικό κέντρο κόστους σε όλα τα λευκά προϊόντα βαφής και τις λευκές βάσεις χρωματισμού, αφού χρησιμοποιείται σε υψηλό ποσοστό που ορισμένες φορές ξεπερνάει το 30%. Καθώς η βιομηχανία χρωμάτων είναι ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές TiO₂, οι διακυμάνσεις στην τιμή του TiO₂ θεωρούνται σημαντικός δείκτης για τη συνολική αγορά χρωμάτων, επηρεάζοντας τόσο το κόστος παραγωγής όσο και τη ζήτηση των τελικών προϊόντων. Η τελευταία εικοσαετία χαρακτηρίστηκε από έντονες διακυμάνσεις στην τιμή του TiO₂, με περιόδους όπου η τιμή εκτοξεύεται σε υψηλά επίπεδα (κυρίως λόγω περιορισμένης προσφοράς) ακολουθούμενη από πτώσεις, καθώς η παραγωγή αυξάνεται ή η ζήτηση σταδιακά υποχωρεί, δημιουργώντας έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο στην αγορά.
Το παραπάνω μοτίβο δείχνει να σταματάει με την κρίση του κορονοϊού που αποδιοργάνωσε την εφοδιαστική αλυσίδα παγκοσμίως. Τα εργοστάσια σταμάτησαν, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα διαθεσιμότητας οδηγώντας σε αύξηση της ζήτησης, άρα και της τιμής του TiO₂. Επίσης, η ανάκαμψη μετά τον κορονοϊό βρίσκει την Κίνα με μειωμένη οικοδομική δραστηριότητα, έχοντας μεγάλο πλεόνασμα πρώτων υλών, που τελικά καταλήγει να εξάγει με ανταγωνιστικές τιμές σε όλο τον κόσμο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι βιομηχανίες χρωμάτων βρίσκουν -σχετικά- φθηνό αλλά ταυτόχρονα πολύ καλής ποιότητας TiO₂, που καθιστά τα προϊόντα ανταγωνιστικά σε ένα άκρως πληθωριστικό περιβάλλον.
Παράλληλα, η χαμηλή τιμή του TiO₂ από την Κίνα έχει σημαντικές επιπτώσεις στους Ευρωπαίους παραγωγούς, προκαλώντας έντονο ανταγωνισμό και πιέζοντας τις τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι Κινέζοι παραγωγοί, λόγω χαμηλότερου κόστους παραγωγής και μεγαλύτερης κλίμακας, μπορούν να προσφέρουν το προϊόν σε χαμηλότερες τιμές, καθιστώντας δύσκολο για τους Ευρωπαίους παραγωγούς να ανταγωνιστούν.
Ναι ή όχι στους ευρωπαϊκούς δασμούς;
Κάπως έτσι, στην αρχή του 2024, η Ε.Ε. αποφάσισε την επιβολή δασμών anti-dumping στο TiO₂, στοχεύοντας στην προστασία των Ευρωπαίων παραγωγών από τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Αυτοί οι δασμοί αποσκοπούν στη διασφάλιση μιας πιο δίκαιης αγοράς, περιορίζοντας την εισαγωγή προϊόντων σε υπερβολικά χαμηλές τιμές και βοηθώντας στη σταθεροποίηση των τιμών για τους τοπικούς παραγωγούς.
Σήμερα, το ζήτημα των επικείμενων δασμών anti-dumping που εξετάζει η Ε.Ε. έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα σε ολόκληρο τον κλάδο της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας. Από τη μία πλευρά, οι Ευρωπαίοι παραγωγοί TiO₂ πιέζουν για την επιβολή αυτών των δασμών. Από την άλλη μεριά, ορισμένοι κλάδοι (όπως η βιομηχανία χρωμάτων) που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών από την Κίνα εκφράζουν ανησυχίες ότι οι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος παραγωγής, επηρεάζοντας την τελική τιμή των προϊόντων τους μειώνοντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα. Για ακόμα μια φορά, διαφορετικές ομάδες συμφερόντων επιδιώκουν να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις, ασκώντας πίεση στους θεσμούς της Ε.Ε. για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Το TiO2 είναι μια αναντικατάστατη πρώτη ύλη στη βιομηχανία χρωμάτων, καθώς θεωρείται ένα σημαντικό κέντρο κόστους σε όλα τα λευκά προϊόντα βαφής και τις λευκές βάσεις χρωματισμού στα οποία ορισμένες φορές ξεπερνάει σε ποσοστό το 30%
Πιέσεις στις επιχειρήσεις και τη βιωσιμότητα
Ο συσχετισμός που επηρεάζει άμεσα τη χημική βιομηχανία στην Ε.Ε. βασίζεται σε δύο κρίσιμους παράγοντες: τη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία και τις φθηνές πρώτες ύλες από την Κίνα. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία για χρόνια εξαρτιόταν από τη χαμηλού κόστους ρωσική ενέργεια, κυρίως το φυσικό αέριο, για να διατηρήσει τις παραγωγικές της διαδικασίες ανταγωνιστικές. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν οδηγήσει σε εκτίναξη των τιμών ενέργειας, πιέζοντας τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, η Ευρώπη έχει βασιστεί σε εισαγωγές φθηνών πρώτων υλών από την Κίνα για τη διατήρηση χαμηλού κόστους παραγωγής. Τώρα, όμως, με την επιβολή δασμών anti-dumping σε κινεζικά προϊόντα, το κόστος των εισαγόμενων πρώτων υλών αυξάνεται, εντείνοντας περαιτέρω την πίεση στις επιχειρήσεις.
Το μέλλον της χημικής βιομηχανίας στην Ε.Ε. αντιμετωπίζει σοβαρές αβεβαιότητες, παρά τις καινοτομίες και τις προσπάθειες για βιώσιμη ανάπτυξη. Η αυστηροποίηση των περιβαλλοντικών κανονισμών, οι περιορισμοί σε βασικές πρώτες ύλες και η επιβολή νέων δασμών, όπως οι anti-dumping από την Κίνα & ανατολικές χώρες (ήδη συζητείται και για άλλες σημαντικές πρώτες ύλες της βιομηχανίας χρωμάτων – όπως οι εποξειδικές ρητίνες), ασκούν πίεση στις ευρωπαϊκές εταιρείες χρωμάτων, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με άλλες παγκόσμιες αγορές.
Η ενεργειακή κρίση, οι υψηλές τιμές ενέργειας και οι περιορισμένες εγχώριες πηγές πρώτων υλών κάνουν τη λειτουργία των ευρωπαϊκών μονάδων πιο ακριβή, ενώ η εξάρτηση από τρίτες χώρες, όπως η Κίνα, προσθέτει περαιτέρω αβεβαιότητα. Αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και ενεργειακές λύσεις, η χημική βιομηχανία στην Ε.Ε. κινδυνεύει να χάσει έδαφος στη διεθνή αγορά, ενώ η δυνατότητα βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να αποδειχθεί δύσκολα επιτεύξιμη.