Η πρωτεύουσα της Μεσσηνίας ετοιμάζεται να υποδεχθεί μια νέα εποχή αεροπορικών μεταφορών
Τον Δεκέμβριο του 2024 η κοινοπραξία Fraport AG / Delta Airport Investments (όμιλος Κοπελούζου) / Pileas (όμιλος Κωνσταντακόπουλου) επελέγη ως ανάδοχος για τη διαχείριση του Διεθνούς Αεροδρομίου «Καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος» της Καλαμάτας, με σύμβαση παραχώρησης 40 ετών και τίμημα 45,2 εκατ. ευρώ. Στην αφετηρία της παραχώρησης, και συγκεκριμένα κατά την πρώτη τριετία της, προβλέπονται άμεσες επενδύσεις ύψους 28,3 εκατ. ευρώ, με στόχο να αναβαθμιστούν οι εγκαταστάσεις και να βελτιωθεί η εμπειρία των επιβατών.
Νέος τερματικός σταθμός και αναβάθμιση εγκαταστάσεων
Η μεγαλύτερη παρέμβαση αφορά στην κατασκευή νέου τερματικού σταθμού, επιφάνειας περίπου 9.000 τ.μ., ο οποίος θα λειτουργήσει συμπληρωματικά με το υπάρχον κτίριο, καλύπτοντας τις αυξημένες ανάγκες επιβατικής κίνησης. Παράλληλα, προβλέπεται επέκταση και εκσυγχρονισμός του υφιστάμενου τερματικού, δημιουργία σύγχρονων εμπορικών και χώρων εστίασης, αναβάθμιση των χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων, νέες θέσεις στάθμευσης αεροσκαφών, καθώς και βελτίωση του τεχνολογικού και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Σε λειτουργικό επίπεδο, το αεροδρόμιο θα αποκτήσει αναβαθμισμένα ηλεκτρομηχανολογικά συστήματα, νέο δίκτυο αποχέτευσης, καθώς και βελτιωμένες υποδομές για τις υπηρεσίες εναέριας κυκλοφορίας.
Η πρόκληση της ζήτησης
Η ανάγκη αναβάθμισης του αεροδρομίου είναι πλέον επιτακτική: το 2024 η κίνηση εκτιμάται ότι άγγιξε τους 330.000 επιβάτες, ενώ στο πρώτο 8μηνο του 2025 σημειώθηκε νέο ρεκόρ αφίξεων διεθνών πτήσεων (+15,4% συγκριτικά με το 8μηνο του 2024), που ανέβασε τον συνολικό αριθμό των επιβατών διεθνών, εγχώριων πτήσεων και αεροταξί σε πάνω από 250.000.
Στόχος είναι η επιβατική κίνηση να ξεπεράσει τους 500.000 επιβάτες πριν από το τέλος της δεκαετίας, καθιστώντας την Καλαμάτα βασική πύλη εισόδου για την Πελοπόννησο. Η αύξηση αυτή σχετίζεται τόσο με την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, όσο και με τη στρατηγική σημασία του αεροδρομίου για τις αεροπορικές εταιρείες που αναζητούν νέους προορισμούς. Η πίεση που ασκείται στις υποδομές είναι ήδη εμφανής: οι χώροι του αεροδρομίου δεν επαρκούν για να εξυπηρετήσουν με άνεση τον αυξανόμενο αριθμό αφίξεων, ειδικά τους θερινούς μήνες. Τα προβλήματα με τον κλιματισμό, οι περιορισμένες επιλογές εστίασης και οι ελλείψεις σε βασικές υποδομές, όπως οι τουαλέτες, έχουν πολλές φορές γίνει αντικείμενο κριτικής από τους ταξιδιώτες. Οι εικόνες συμφόρησης στους χώρους αναμονής καταδεικνύουν την ανάγκη για μια ριζική αναβάθμιση.
Η τουριστική δυναμική της Μεσσηνίας είναι βασικός μοχλός της ζήτησης. Η λειτουργία του Costa Navarino έχει μετατρέψει την Καλαμάτα σε premium προορισμό, προσελκύοντας ταξιδιώτες υψηλών εισοδημάτων, ενώ η αυξανόμενη σύνδεση της περιοχής με διεθνείς αγορές ενισχύει την ανάγκη για ένα αεροδρόμιο που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προδιαγραφές. Παράλληλα, οι αεροπορικές εταιρείες δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον να εντάξουν την Καλαμάτα στο δίκτυό τους, γεγονός που καθιστά κρίσιμο τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων ώστε να καλυφθεί η αναμενόμενη αύξηση πτήσεων.
Με άλλα λόγια, το αεροδρόμιο Καλαμάτας καλείται να περάσει από το στάδιο του «τοπικού κόμβου» σε εκείνο μιας περιφερειακής πύλης με διεθνή εμβέλεια, αν θέλει να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της Πελοποννήσου ως τουριστικού προορισμού.
Επενδύσεις με στρατηγικό χαρακτήρα
Για την Καλαμάτα και την ευρύτερη περιοχή, το έργο δεν περιορίζεται μόνο στη βελτίωση των υποδομών. Η αναβάθμιση του αεροδρομίου συνδέεται με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της Μεσσηνίας και της Πελοποννήσου, συμβάλλοντας στην αύξηση των τουριστικών ροών, στην ενίσχυση των τοπικών επιχειρήσεων και στην ενδυνάμωση της διεθνούς εικόνας της περιοχής. Παράλληλα, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, τόσο κατά τη φάση των έργων όσο και στη μελλοντική λειτουργία του αεροδρομίου.
Η σημασία του έργου είναι και γεωοικονομική: με την Καλαμάτα να καθίσταται κύρια πύλη εισόδου στην Πελοπόννησο, τουριστικές ροές που μέχρι σήμερα διοχετεύονταν μέσω Αθήνας και Πάτρας θα μπορούν να κατευθύνονται πλέον απευθείας στη Μεσσηνία. Αυτό σημαίνει μείωση χρόνου μετακίνησης, ευκολότερη πρόσβαση και, εν τέλει, ισχυρότερο πλεονέκτημα για την περιοχή έναντι ανταγωνιστικών προορισμών στη Μεσόγειο.

