Χωρίς τσιμέντο, κατασκευές δεν υπάρχουν. Πρόκειται για το πιο σημαντικό και το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο υλικό του εν λόγω κλάδου. Πολλές είναι, ωστόσο, όχι μόνο οι τάσεις που επί του παρόντος επικρατούν στην παγκόσμια βιομηχανία αυτού του τόσο σπουδαίου δομικού υλικού αλλά και οι μεγάλης σημασίας προκλήσεις που εκείνη αντιμετωπίζει. Το Build, έχοντας πραγματοποιήσει τη δική του έρευνα και μιλήσει με στελέχη της αγοράς, σκιαγραφεί το τοπίο της παγκόσμιας τσιμεντοβιομηχανίας, εντοπίζοντας και τη θέση της, δυναμικής, ελληνικής βιομηχανίας σε αυτό.
Τι επηρεάζει το κόστος παραγωγής του τσιμέντου
Η εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας άμεσα συνδέεται με αυτή των μεγεθών παραγωγής, επενδύσεων και αποδοτικότητας. Όταν η παγκόσμια οικονομία ανεβαίνει ή πέφτει, αναλόγως αυξομειώνεται σε όγκο η παραγωγή του τσιμέντου, καθώς αυτό έχει τόσες εφαρμογές. Μεγάλο ρόλο παίζει και μία πολύ συγκεκριμένη ιδιομορφία του τσιμέντου: έχει χαμηλή απόλυτη τιμή κατά βάρος. Άρα, το κόστος μεταφοράς του επηρεάζει την τιμή πώλησης. Επομένως, ό,τι επηρεάζει τις μεταφορές έχει επιπτώσεις στο κόστος και στη διαθεσιμότητα του προϊόντος.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις της παγκόσμιας τσιμεντοβιομηχανίας;
Κατά πρώτον, η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος του τσιμέντου (κι ενώ όλοι πλέον συνειδητοποιούν την ανάγκη για μείωση των εκπομπών ρύπων). Μία δεύτερη πρόκληση είναι ο περιορισμός των βλαπτικών για την υγεία εκπεμπόμενων ρύπων γενικώς (λ.χ. διοξείδια του θείου) και, μία τρίτη, η βέλτιστη χρήση εναλλακτικών καυσίμων και πρώτων υλών και η παραγωγή τύπων τσιμέντου με περιορισμένο ποσοστό κλίνκερ (το οποίο, όπως εξηγούν τα στελέχη της αγοράς, συμβάλλει στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος). Η τεχνολογία στέκεται σύμμαχος στην προσπάθεια για μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος του τσιμέντου. Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι αρκετές και η έρευνα έχει στραφεί προς πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Όπως προκύπτει, το ανθρακικό αποτύπωμα έχει ήδη μειωθεί σημαντικά και θα συνεχίσει να μειώνεται και τα επόμενα χρόνια.
Υπάρχει, ωστόσο, ταβάνι στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ένα 40-45% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προέρχεται από την ίδια τη χημεία, χρήση της οποίας γίνεται κατά τη διαδικασία παραγωγής του τσιμέντου. Αυτό σημαίνει, ότι με την τεχνολογία για παραγωγή τσιμέντου που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι δυνατό να μειωθεί το προαναφερθέν ποσοστό. Αυτό θα είναι το ταβάνι της μείωσης.
Οι προοπτικές της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας
Τη δική της θέση και ρόλο στην παγκόσμια τσιμεντοβιομηχανία έχει, φυσικά και η ελληνική, η οποία αντιμετωπίζει, μάλιστα, μια συγκεκριμένη πρόκληση. Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) υφίσταται το σύστημα της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (EUETS), που δημιουργεί πρόσθετο κόστος στην παραγωγή. Όσο, λοιπόν, τα χρόνια θα περνούν και με απώτατο όριο το 2030, όταν θα μηδενιστεί η χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων, θα γίνει δυσκολότερος έλεγχος του κόστους παραγωγής. Η ΕΕ έχει εισαγάγει από φέτος πιλοτικά το σύστημα CBAM (Carbon Border Adjustment Mechanism), ενώ θα το εφαρμόσει κανονικά από το 2026.
Πρόκειται για σύστημα βελτίωσης των όρων εκπομπής ρύπων στις χώρες που παράγουν τσιμέντο εκτός ΕΕ, ούτως ώστε να έλθουν στο ίδιο επίπεδο με τους Ευρωπαίους παραγωγούς. Όσο οι παραγωγοί τρίτων χωρών θα είναι σε τεχνολογικά χαμηλότερο επίπεδο και με υψηλότερες εκπομπές θα καταβάλουν κάποιο κόστος στην ΕΕ αγοράζοντας δικαιώματα εκπομπών, πλησιάζοντας έτσι το κόστος παραγωγής των Ευρωπαίων. Το ευχάριστο, είναι ότι η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία βγαίνει μπροστά με δυναμισμό, διεκδικεί την παρουσία της στην αγορά για πολλά χρόνια, ενώ αντιμετωπίζει αυτές τις προκλήσεις με υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων που χρηματοδοτούνται και από την ΕΕ, για τη βελτίωση της παραγωγής και τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος. Δύο χαρακτηριστικές τέτοιες επενδύσεις είναι τα projects «Ifestos» του Τιτάνα (προϋπολογισμού 600 εκατ. ευρώ) και «Olympus» της ΑΓΕΤ Ηρακλής (προϋπολογισμού 300 εκατ. ευρώ).