Ο κατασκευαστικός κλάδος βρίσκεται ήδη αντιμέτωπος με ανατιμήσεις βασικών δομικών υλικών, όπως η ξυλεία, τα μέταλλα και τα πλαστικά. Πλέον, ανατιμήσεις καταγράφονται σε ενεργοβόρα προϊόντα, αν και σε χαμηλότερο ρυθμό.

Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιλούν για «αφόρητη» κατάσταση όσον αφορά τις ανατιμήσεις που έχουν σημειωθεί στις ενεργειακές αγορές, συμπιέζοντας τα οικονομικά νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Αναλύσεις επί αναλύσεων έχουν προτείνει εναλλακτικές πολιτικές επιλογές για την αντιμετώπιση των αυξήσεων στην ενέργεια, αλλά κατά γενική ομολογία καμία πρόταση δεν είναι πανάκεια. Τι σημαίνει όμως για τον διεθνή κλάδο των κατασκευών η αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου;

Οι εργολάβοι και ανάδοχοι δεν χρησιμοποιούν φυσικό αέριο
Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου αυξάνει το κόστος παραγωγής για πολλές βιομηχανίες, αλλά η μεταποίηση, η γεωργία και οι μεταφορές είναι ιδιαίτερα μεγάλοι χρήστες φυσικού αερίου. Από την άλλη, όπως σημειώνει ο αναλυτής της ING, Maurice van Sante, ο κατασκευαστικός τομέας δεν είναι τόσο εξαρτώμενος από το συγκεκριμένο καύσιμο.

Το γεγονός όμως ότι οι εργολάβοι και οι ανάδοχοι ενός τεχνικού έργου δεν χρησιμοποιούν πολύ φυσικό αέριο στη διαδικασία κατασκευής, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάζονται από την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, οι παραγωγοί και προμηθευτές μετάλλων, τούβλων, σκυροδέματος και τσιμέντου είναι βαριοί χρήστες φυσικού αερίου. Για παράδειγμα, όπως σημειώνει ο ίδιος, το αέριο μπορεί εύκολα να αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του κόστους ενός εργοστασίου τούβλων, καθώς η θέρμανση είναι ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας παραγωγής.

Οι τιμές που αφορούν τα συγκεκριμένα δομικά προϊόντα είναι διαχρονικά υψηλές, αλλά ταυτόχρονα δεν χαρακτηρίζονται από μεγάλη μεταβλητότητα. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στα χαρακτηριστικά τους. Πρόκειται για βαριά προϊόντα που έχουν μεγάλα κόστη στη μεταφορά. Ως εκ τούτου, το σκυρόδεμα, το τσιμέντο και τα τούβλα διακινούνται κυρίως στις τοπικές αγορές. Αυτό δίνει στους προμηθευτές αυτών των προϊόντων μεγαλύτερη ισχύ στην αγορά, η οποία έχει γενικά ως αποτέλεσμα σχετικά υψηλότερες τιμές αλλά κατά συνέπεια χαμηλότερη αστάθεια των τιμών. Αυτός είναι, λοιπόν, ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν έχουμε δει ακόμη ισχυρές αυξήσεις τιμών στο τσιμέντο, το σκυρόδεμα και τα τούβλα, όπως εξηγεί ο αναλυτής της ING.

Έρχονται αυξήσεις – Υπό πίεση τα περιθώρια κέρδους
Παρά τη βραδύτερη μετακύλιση των τιμών του φυσικού αερίου στο σκυρόδεμα, το τσιμέντο και τα τούβλα, η έκρηξη των τιμών του φυσικού αερίου θα βρει τελικά τον δρόμο της μέσα από αυτές τις αγορές, οι οποίες είναι πολύ ενεργοβόρες. Ως εκ τούτου, οι εργολάβοι θα πρέπει να προετοιμαστούν για μια φάση ανόδου των τιμών των οικοδομικών υλικών. Το μόνο «θετικό» για αυτούς είναι ότι η αύξηση θα είναι μάλλον πιο αργή σε σύγκριση με τα πλαστικά και την ξυλεία.

Τα περιθώρια κέρδους των κατασκευαστικών εταιρειών έχουν ήδη πιεστεί λόγω των αυξήσεων των τιμών στην ξυλεία, τα πλαστικά και τα μέταλλα. Αυτά τα αυξανόμενα κόστη μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε ζημιογόνα έργα, καθώς τα περιθώρια κέρδους είναι μικρά στον κατασκευαστικό τομέα, γενικά περίπου 2% έως 4%, συνεχίζει ο Van Sante.

Οι τιμές εκροών των κατασκευαστικών έργων και οι τιμές εισροών των οικοδομικών υλικών είναι, γενικά, στενά συνδεδεμένες. Ωστόσο, από το 2018 έως το τέλος του 2020, οι τιμές παραγωγής των κατασκευών αυξήθηκαν ταχύτερα από τις τιμές των εισροών, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα κέρδη. Πλέον, οι τιμές των εισροών καταγράφουν τη μεγαλύτερη αύξηση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 σε σχέση με το 2004.

Καταλήγοντας στην ανάλυσή του, ο Van Sante σημειώνει πως ο κατασκευαστικός τομέας ήδη παλεύει με σημαντικά υψηλότερες τιμές ξυλείας, πλαστικών και μετάλλων. Το αυξανόμενο κόστος σκυροδέματος, τσιμέντου και τούβλων θα προσθέσει μεγαλύτερη πίεση στα ήδη χαμηλά περιθώρια κέρδους και θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε νέα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού, εάν οι προμηθευτές αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή. Αυτό, κατά συνέπεια, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελλείψεις και καθυστερήσεις στη διαδικασία κατασκευής. Για να αντιμετωπίσουν τις διακυμάνσεις των τιμών, οι ανάδοχοι-κατασκευαστές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τις κινήσεις των τιμών στα οικοδομικά υλικά και να χρησιμοποιούν πολιτικές αντιστάθμισης κινδύνου για την ελαχιστοποίηση των ζημιών.