Οι καταλύτες για τη διατήρηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος, αλλά και οι περιοχές της ελληνικής επικράτειας που παρουσιάζουν την ισχυρότερη ανοδική τάση. Σε ελκυστικό επίπεδο κυμαίνονται τα στεγαστικά δάνεια.

Υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης φαίνεται να προσεγγίζει η ελληνική αγορά ακινήτων έπειτα από μια δεκαετία σκληρής οικονομικής ύφεσης και δύο ετών πανδημίας. Επίσης, ειδικά το τελευταίο τρίμηνο, παρατηρείται ισχυρό (το υψηλότερο της δεκαετίας) ενδιαφέρον για αγορά ή χτίσιμο κατοικίας, κάτι στο οποίο συνέβαλε η αποταμίευση που έκαναν πολλά ελληνικά νοικοκυριά εν μέσω κορονοϊού.

Συγκεκριμένα, όπως ειπώθηκε κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συνάντησης που διοργάνωσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με τίτλο «Μήπως ήρθε η ώρα να αποκτήσετε και εσείς το δικό σας σπίτι; Τάσεις και προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικίας», η ελληνική αγορά κατοικίας «τρέχει» την τελευταία τετραετία με ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 24%. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για μια επίδοση που σηματοδοτεί την ανάκαμψη της εν λόγω αγοράς, αν και οι τιμές παραμένουν περίπου 30% χαμηλότερα σε σύγκριση με το γ’ τρίμηνο του 2008, οπότε και καταγράφηκε το υψηλότερο επίπεδο.

Ελευθέριος Ποταμιάνος, Πρόεδρος των Μεσιτών Αττικής

Οι συνθήκες
Ο πρόεδρος των μεσιτών Αττικής, Ελευθέριος Ποταμιάνος, κατά την τοποθέτησή του, σημείωσε πως λόγω της συνεχούς ανόδου των τιμών των ενοικίων και τη σταθερή έξοδο της χώρας από την υγειονομική κρίση, τώρα είναι πιθανότατα μια πολύ καλή περίοδος για την αγορά κατοικίας στην Ελλάδα τόσο για εγχώριους όσο και για ξένους επενδυτές.

Ωστόσο, η αγορά κατοικίας παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσύνθεσης του ελληνικού λαού, όπως ανέφερε ο πρόεδρος των μεσιτών Αττικής και ενώ κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης οι Ισραηλινοί, οι Κινέζοι και οι Λιβανέζοι επενδυτές ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδυτών ακινήτων στην Ελλάδα, σήμερα η αγορά στηρίζεται κυρίως στους Έλληνες επενδυτές, κυρίως μετά το σοκ της πανδημίας από το 2020 και μετά.

Αποτέλεσμα αυτού είναι οι τιμές των ακινήτων στα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης να ανεβαίνουν το 2021 παρά την κρίση της πανδημίας, όχι όμως και στις επαρχιακές πόλεις στις οποίες διαπιστώνεται σταθερότητα.

Αναμένεται νέα ώθηση
Σύμφωνα με τον Chief Economist, διευθυντή Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, κ. Νίκο Μαγγίνα, η εγχώρια αγορά κατοικίας ανακάμπτει μετά από μία δύσκολη 10ετία, στη διάρκεια της οποίας υπήρξε συρρίκνωση της τάξεως του 42%. Πιο αναλυτικά, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 1,8% το 2018, 7,2% το 2019 και 4,5% το 2020, ενώ το 9μηνο του 2021 ενισχύθηκαν κατά 6,1%. Η σωρευτική αύξηση την τελευταία τετραετία «αγγίζει» το 24%. «Λόγω της 10ετούς οικονομικής κρίσης δε, η εγχώρια αγορά αποσυνδέθηκε από τις εξελίξεις σε άλλες χώρες, όπου οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν έντονα», σχολίασε χαρακτηριστικά, σε διαδικτυακή εκδήλωση της ΕΤΕ, με θέμα «Μήπως ήρθε η ώρα να αποκτήσετε και εσείς το δικό σας σπίτι; Τάσεις και προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικίας», για να προσθέσει: «Παρά την αυξητική τάση την περίοδο 2018 – 2021 οι τιμές παραμένουν περίπου 30% χαμηλότερα από την κορύφωση της αγοράς το γ’ τρίμηνο του 2008. Αντιθέτως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκαν κατά 35% την τελευταία 10ετία». Ειδικότερα. τα… σκήπτρα της αύξησης κράτησε η Αυστρία, με τον δείκτη τιμών να εμφανίζεται ενισχυμένος κατά 86%, ακολουθούμενη από την Γερμανία, με αύξηση 73,5%. Την πεντάδα συμπληρώνουν οι Πορτογαλία, Δανία και Ηνωμένο Βασίλειο με δείκτη στο +57,5%, +56,5% και +51,4% αντίστοιχα.

Νίκος Μαγγίνας, Διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης Εθνικής Τράπεζας

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι τιμές άντεξαν την πίεση της πανδημίας και ωθούνται από την ταχεία οικονομική ανάκαμψη και πρόσθετους παράγοντες. Πιο αναλυτικά, αυτές αυξήθηκαν κατά 4,5% ετησίως το 2020, αψηφώντας την υγειονομική κρίση, ενώ η έντονη ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας το 2021 θα δώσει νέα ώθηση στην αγορά. «Αυξήσεις τιμών σημειώνονται σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, με την Αθήνα να υπεραποδίδει. Πιο αναλυτικά, η ανοδική τάση είναι ισχυρότερη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με τις σωρευτικές αυξήσεις των τιμών κατοικιών την τελευταία τετραετία να ανέρχονται σε 35% και 25% αντίστοιχα. Ωστόσο, παραμένουν χαμηλότερα από την κορυφή του 2008 κατά 25% και 34% αντίστοιχα», εξήγησε ο κ. Μαγγίνας.

Πέντε χιλιάδες περισσότερες οικοδομικές άδειες από το 2020
Σε ανοδική τροχιά είναι, τόσο οι συναλλαγές, όσο και η κατασκευαστική δραστηριότητα. Προς επίρρωση, η έκδοση οικοδομικών αδειών για ανέγερση νέων κατοικιών αυξήθηκε κατά 56% ετησίως το α’ εξάμηνο του 2021 σε σχεδόν 13.800 άδειες από 8.800 την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Όσον αφορά στις συναλλαγές, αυτές βρίσκονται σε έντονα ανοδική τροχιά την τελευταία τετραετία. Η δε, διάθεση των ιδιωτών για απόκτηση κατοικίας αυξήθηκε σε υψηλό 10 ετών το δ’ τρίμηνο του 2021 βάσει στοιχείων της έρευνας καταναλωτή, επανακάμπτοντας μετά από μία 10ετία, κατά την οποία η οικονομική κρίση – και εσχάτως η πανδημία – είχαν οδηγήσει σε αναστολή τέτοιων αποφάσεων.

Την ίδια στιγμή, η αύξηση των καταθέσεων και οι χαμηλές αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών τίτλων ενθαρρύνουν περαιτέρω τις επενδύσεις σε ακίνητα. Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών έχουν αυξηθεί σε υψηλό 7ετίας, στα 132 δισ. ευρώ, με αύξηση 18 δισ. ευρώ την τελευταία διετία και οι αποδόσεις καταθέσεων και τίτλων σταθερού εισοδήματος βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.
Οι κατασκευαστές αναμένουν νέα αύξηση τιμών με δεδομένη την ισχυρή ζήτηση και την ανοδική τάση στο κόστος κατασκευής. Οι προσδοκίες των κατασκευαστών για την πορεία των τιμών κατασκευής βρίσκονται σε υψηλό 13 ετών. Το κόστος κατασκευής αυξήθηκε κατά 4,6% ετησίως, το γ’ τρίμηνο του 2021 που συνιστά τον ταχύτερο ρυθμό από το 2008.

Ελκυστικό επιτόκιο στα στεγαστικά
Τέλος, τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων βρίσκονται σε πολύ ελκυστικό επίπεδο, δίνοντας την ευκαιρία για «κλείδωμα» σταθερού επιτοκίου. Κυμαινόμενο και σταθερό επιτόκιο στεγαστικών δανείων είναι σε ιστορικό χαμηλό επίπεδο, ενώ το επιτόκιο Euribor κινείται σταθερά σε αρνητικό έδαφος, στο πλαίσιο των πρωτοφανών μέτρων στήριξης της ρευστότητας και του δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Όπως υπογράμμισε ο Chief Economist, διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, καταλύτες για διατήρηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος και ενίσχυση των επενδύσεων αποτελούν οι εξής:

  • Πάγωμα φόρου υπεραξίας σε μεταβιβάσεις ακινήτων μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 2022.
  • Κατάργηση φόρου γονικών παροχών – δωρεών έως 800.000 ευρώ για συγγενείς α’ βαθμού από την 1η Οκτωβρίου 2021.
  • Αναστολή εφαρμογής ΦΠΑ 24% στις νέες οικοδομές, για άδειες που θα εκδοθούν έως το τέλος του 2022.
  • Εξετάζεται περαιτέρω ελάφρυνση του ΕΝΦΙΑ για ένα τμήμα των ιδιοκτησιών.
  • Ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ κατ’ οίκον», στο οποίο αναμένεται να συμμετάσχουν πάνω από 50.000 νοικοκυριά. Το ύψος της επιδότησης ξεκινά από 40% και φτάνει μέχρι και το 75%, ανάλογα με το εισόδημα, ενώ η ίδια συμμετοχή δύναται να καλυφθεί με τραπεζικό δανεισμό.
  • Έκπτωση φόρου ίση με το 40% των δαπανών που σχετίζονται με την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση υφιστάμενων κτηρίων.

Οι στεγαστικές λύσεις
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΤΕ προσφέρει μία σειρά από προϊόντα που στόχο έχουν να διευκολύνουν όσους επιθυμούν να λάβουν ένα στεγαστικό δάνειο, για επενδυτικό σκοπό ή ιδιοκατοίκηση.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της διεύθυνσης προϊόντων ΜμΕ και δανείων λιανικής της τράπεζας, κ. Χριστόφορο Χατζόπουλο, οι δανειολήπτες μπορούν να επιλέξουν σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο ή συνδυασμό των δύο, εξασφαλίζοντας σταθερή δόση για 10 έως και 30 χρόνια, με επιτόκιο από 2,8%. Παράλληλα, η ΕΤΕ διαθέτει την μεγαλύτερη διάρκεια της αγοράς – έως και 40 χρόνια – επιτρέποντας την διαμόρφωση της δόσης στο επιθυμητό για τον δανειολήπτη ποσό.