Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αγορά των αντλιών θερμότητας αλλά και οι προοπτικές της ήταν το θέμα που συζήτησε το Build με τον Δημήτρη Κοντούσια, Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Ψυκτικών Ελλάδας (ΟΨΕ) και τον Χρήστο Γκέκα, μέλος του ΔΣ της Ένωσης Ελληνικών Επιχειρήσεων Θέρμανσης και Ενέργειας (ΕΝΕΕΠΙΘΕ). «Οι αντλίες θερμότητας, αδιαμφισβήτητα, αποτελούν την πιο σύγχρονη και εξελιγμένη διαθέσιμη τεχνολογία για τη θέρμανση και την ψύξη ενός κτιρίου. Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους είναι ο υψηλός βαθμός απόδοσης, που μπορεί να φτάσει ακόμα και το 5, αναλόγως τον τύπο τους (αερόψυκτη ή γεωθερμική) και το είδος της εφαρμογής», τόνισε, αρχικά, ο κ. Γκέκας.
Ακολούθως, επεσήμανε: «Παρά την αυξημένη δημοφιλία τους, η αγορά των αντλιών θερμότητας αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις. Η βασικότερη από αυτές είναι η έλλειψη εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού για την εγκατάσταση και ρύθμιση των συστημάτων που κρατάει πίσω την αγορά συνολικά, καθώς δεν επιτρέπει την ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση της τεχνολογίας. Πολύ σημαντική, επίσης, είναι η ανάγκη για πιστοποίηση των τεχνικών (λ.χ. ψυκτικών, ηλεκτρολόγων) ως προς τα νέα φυσικά ψυκτικά μέσα.
Οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να επιταχύνουν τις απαιτούμενες διαδικασίες για την έναρξη των πιστοποιήσεων και ο τεχνικός κόσμος πρέπει να φροντίσει να ενημερωθεί, να πιστοποιηθεί και να προμηθευτεί τον απαραίτητο εξοπλισμό για να εξασφαλίσει την ασφάλεια των εργασιών τοποθέτησης και επισκευής. Παρ’ όλες τις προκλήσεις, πάντως, οι προοπτικές της αγοράς των αντλιών θερμότητας κρίνονται θετικές, καθώς εκτιμάται ότι τα προσεχή χρόνια, λόγω της απαγόρευσης χρήσης ορυκτών καυσίμων αλλά και χάρη στα προγράμματα επιδότησης, οι πωλήσεις θα αυξηθούν».
«Η ΕΕ θα χρειαστεί περίπου 60 εκατ. αντλίες θερμότητας ως το 2030»
Από την πλευρά του, ο κ. Κοντούσιας ανέφερε ότι «οι αντλίες θερμότητας γενικά αύξησαν τη θέση τους σε σχέση με τα ορυκτά συστήματα θέρμανσης και, μάλιστα, σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες αγορές θέρμανσης της ηπείρου, κατέγραψαν συνεχή ανάπτυξη». Ακολούθως, τόνισε: «Σύμφωνα με μοντελοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστεί περίπου 60 εκατομμύρια αντλίες θερμότητας έως το 2030 για να φτάσει σε τροχιά μηδενισμού έως το 2050. Εκτιμάται ότι στα τέλη του 2023, υπήρχαν περίπου 23.000.000 αντλίες θερμότητας σε 21 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνονται στα δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειάζονταν κατά μέσο όρο περίπου 6.000.000 εγκαταστάσεις ετησίως έως το 2030, προκειμένου να επιτευχθεί το ορόσημο των 60.000.000. Ο τρέχων ρυθμός ανάπτυξης είναι πιο κοντά στα 2.500.000 ετησίως».
Κατόπιν, ο κ. Κοντούσιας ανέδειξε και εκείνος το ζήτημα της εκπαίδευσης των τεχνικών: «Θα πρέπει να γνωρίζουμε πως μέχρι το τέλος του 2025 θα πρέπει να γίνει ενημέρωση και εκπαίδευση των επαγγελματιών τεχνικών ψυκτικών. Μεταξύ 2026-2030 θα υπάρξει σταδιακή μείωση των F-gases και μετά το 2030 θα γίνει πλήρης μετάβαση σε εναλλακτικές λύσεις χαμηλού GWP. Οι τεχνικοί πρέπει να αποκτήσουν ή να ανανεώσουν πιστοποιήσεις για τη διαχείριση νέων ψυκτικών μέσων, όπως διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία και υδρογονάνθρακες. Θα πρέπει να γίνει κατανόηση του τρόπου εγκατάστασης και συντήρησης εξοπλισμού που λειτουργεί με εναλλακτικά ψυκτικά μέσα χαμηλού GWP. Οι επαγγελματίες πρέπει να γνωρίζουν ποια ψυκτικά και ποιοι εξοπλισμοί θα απαγορευτούν και πότε».
Καταλήγοντας, ο κ. Κοντούσιας στάθηκε και στη νέα νομοθεσία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στο τι σημαίνει αυτή.
«Θα υπάρξει, για παράδειγμα, αυξημένο κόστος συμμόρφωσης», είπε. «Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επενδύσουν σε νέο εξοπλισμό και εκπαίδευση προσωπικού. Θα επέλθουν, ακόμη, περιορισμοί στη χρήση παλαιότερων συστημάτων ψύξης, μιας και τα παλιά μηχανήματα που χρησιμοποιούν HFCs υψηλού GWP σταδιακά θα απαγορευτούν, οδηγώντας σε ανάγκη αντικατάστασης ή αναβάθμισης. Είναι, ωστόσο, πιθανή η οικονομική στήριξη από ευρωπαϊκά προγράμματα για μετάβαση σε φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις. Τέλος, θα υπάρξει ανάγκη για πιστοποίηση και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να διαθέτουν ή να συνεργάζονται με πιστοποιημένους τεχνικούς και να συμμορφώνονται με αυστηρότερους ελέγχους και απαιτήσεις καταγραφής».