Ένας από τους, πολλούς και διάφορους, τρόπους με τους οποίους το Building Information Modelling (BIM) μπορεί να αναβαθμίσει γενικότερα τη διαδικασία της κατασκευής των κτιρίων, είναι ότι συμβάλλει και στη βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης.Μιλώντας στο αφιέρωμα του Build στο BIM, ο Ντίνος Ηπιώτης, BIM Manager στη Sweco UK και ο Νικόλας Αλεξάνδρου, ΒΙΜ και QSE-I Manager στην Vinci Construction Grands Projets Hellas, ανέλυσαν τρόπους με τους οποίους η τεχνολογία αυτή δύναται να βοηθήσει στην ενεργειακή απόδοση ενός κτιρίου.
Η άποψη του Ν. Ηπιώτη
«Το BIM αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο, το οποίο επιτρέπει την ανάλυση, την οπτικοποίηση και τη βελτιστοποίηση της ενεργειακής απόδοσης κτιρίων, βελτιώνοντας την ενεργειακή απόδοση ενός κτιρίου σε όλα τα στάδια του κύκλου της ζωής του και οδηγώντας, έτσι, σε πιο βιώσιμα κτίρια», εξηγεί ο κ. Ηπιώτης. «Κατ’ αρχάς», προσθέτει, «στο στάδιο του σχεδιασμού, το BIM επιτρέπει την προσομοίωση ενέργειας με λεπτομερή, τρισδιάστατα μοντέλα, προβλέποντας την απόδοση του κτιρίου και επιτρέποντας τη βελτιστοποίηση του προσανατολισμού και της γεωμετρίας του για μέγιστη ενεργειακή αποδοτικότητα. Ακόμη, βοηθά στην επιλογή υλικών και συστημάτων με βάση τις θερμικές τους ιδιότητες, συμβάλλοντας στην εξοικονόμηση ενέργειας και διευκολύνει την ένταξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως ηλιακά πάνελ και ανεμογεννήτριες, μέσω προσομοίωσης της απόδοσής τους».
Επίσης, τονίζει ο κ. Ηπιώτης, η ανάλυση φωτισμού με BIM μειώνει, από τη μία, την ανάγκη για τεχνητό φωτισμό και μεγιστοποιεί, από την άλλη, τη χρήση φυσικού φωτός.
«Βελτιστοποιεί, παράλληλα, τα συστήματα HVAC για μέγιστη απόδοση και υποστηρίζει την αξιολόγηση κύκλου ζωής, παρέχοντας πληροφορίες για τις ενεργειακές επιπτώσεις των σχεδιαστικών αποφάσεων». Ακόμη και μετά την κατασκευή, ωστόσο, το BIM εξακολουθεί να βοηθά στη διατήρηση ή βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ενός κτιρίου, καθώς, όπως τονίζει ο κ. Ηπιώτης, «διευκολύνει τη διαχείριση των εγκαταστάσεων και την ανακαίνιση, ενώ ενισχύει και τη συνεργασία και την επικοινωνία μεταξύ των εμπλεκομένων και διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα ενεργειακά πρότυπα».
Η άποψη του Ν. Αλεξάνδρου
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε (και αυτό είναι ενθαρρυντικό) ολοένα και περισσότερες κατασκευές που έχουν ως “ζητούμενο” τη βελτιστοποίηση της ενεργειακής τους απόδοσης», παραδέχεται, από την πλευρά του, ο κ. Αλεξάνδρου. Κατόπιν, επισημαίνει: «Η μεθοδολογία ΒΙΜ μπορεί να συμβάλλει σε αυτό, είτε με τον καθορισμό, από την αρχή του έργου, των δεδομένων και των διαδικασιών που θα ακολουθηθούν σχετικά, είτε έμμεσα». Αυτή η συμβολή, σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου, εξασφαλίζεται με τους εξής τρόπους. «Πρώτον, με τη χρήση ενός κοινού τρισδιάστατου μοντέλου, ήδη από την πρώιμη φάση της προκαταρκτικής μελέτης και τη διαλειτουργικότητα των λογισμικών (χρήση IFC), επιτρέπονται η αξιολόγηση της αρχικής ενεργειακής απόδοσης και η εύκολη παρακολούθησή της κατά την εξέλιξη των μελετών».
Κατά δεύτερον, υπογραμμίζει ο ίδιος, «με την υιοθέτηση ενός κοινού περιβάλλοντος διαμοιρασμού και την ευκολότερη ενσωμάτωση αλλαγών που παρέχει το ΒΙΜ, τα μέρη του έργου μπορούν να εξετάσουν περισσότερες λύσεις και προσεγγίσεις για να βελτιώσουν ολιστικά τις μελέτες (π.χ. επίδραση διαφόρων υλικών και συστημάτων)».
Τέλος, όπως είπε ο κ. Αλεξάνδρου, «κατά τη φάση της λειτουργίας του έργου, τα ΒΙΜ μοντέλα μπορούν να αξιοποιηθούν στα “έξυπνα” κτίρια και, γενικότερα, στα συστήματα ελέγχου φωτισμού, κλιματισμού, κλπ, ώστε να επιτυγχάνεται η σωστή διαχείριση της ενέργειας καθώς και ο εντοπισμός και η αξιολόγηση επεμβάσεων βελτίωσης. Όλα αυτά, βέβαια, έχοντας κατά νου ότι στο άμεσο μέλλον, ο συνδυασμός του ΒΙΜ και της τεχνητής νοημοσύνης θα μειώσει ακόμη περισσότερο τον χρόνο ανάλυσης και θα παράσχει νέες λύσεις βελτιστοποίησης».