Τα προβλήματα, οι λύσεις και η τεχνολογία της στατικής μελέτης.
Οι εργασίες διήρκεσαν οκτώ ολόκληρα χρόνια και το ανακαινισμένο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης έρχεται να προστεθεί στο σύνολο των πολιτιστικών μνημείων της Αθήνας.
Την Τετάρτη 24 Μαΐου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποδέχθηκε τους υψηλούς προσκεκλημένους στο νέο, ανακαινισμένο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, στη Βασιλέως Κωνσταντίνου 50. Η ημερομηνία δεν ήταν καθόλου τυχαία, καθώς φέτος, στις 25 Μαΐου 2021, γιορτάσαμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, και η νέα Εθνική Πινακοθήκη ήταν το πρώτο συμβολικό τοπόσημο από όπου ξεκίνησαν επισήμως οι εορτασμοί της επετείου από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Η Εθνική Πινακοθήκη είναι ένας από τα πολλούς σημαντικούς πολιτιστικούς φορείς που έχει αποκτήσει η Αθήνα την τελευταία 12ετία. Μαζί με το Μουσείο της Ακρόπολης, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (όπου μεταστεγάστηκαν η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Εθνική Βιβλιοθήκη), το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης συμπληρώνει το σεξτέτο των μεγάλων πολιτιστικών κυττάρων της Αθήνας.
Ας δούμε την ιστορία της από την αρχή: ιδρύθηκε το 1900 και περιλαμβάνει συλλογές ζωγραφική, γλυπτικής, χαρακτικής με περισσότερα από 20.000 έργα που ξεκινούν από τα μεταβυζαντινά χρόνια και φτάνουν μέχρι σήμερα. Το πλήρες όνομά της είναι Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, γιατί το 1954 συγχωνεύτηκε με το κληροδότημα του φιλότεχνου νομικού Αλέξανδρου Σούτσου. Τη δεκαετία του 1960 οι αρχιτέκτονες Παύλος Μυλωνάς και Δημήτρης Φατούρος σχεδίασαν το κτίριο επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1976. Το 2013 ξεκίνησαν οι εργασίες αναβάθμισης και επέκτασης.
Φέτος, οκτώ χρόνια μετά, η Πινακοθήκη άνοιξε τις πύλες της στο φιλότεχνο κοινό. Η νέα συνολική έκταση είναι 20.760 τ.μ. (από 9.720 τ.μ.), οι πρόσθετοι εκθεσιακοί χώροι είναι αυξημένοι κατά 2.230 τ.μ., τα έργα που μπορούν να παρουσιαστούν στην έκθεση της μόνιμης συλλογής είναι 1.000 (από 400), το νέο αμφιθέατρο έχει χωρητικότητα 450 θέσεων, ενώ θα υπάρχουν και δύο μπαρ-εστιατόρια, εκ των οποίων το ένα με εντυπωσιακή θέα στην Ακρόπολη, τον λόφο του Λυκαβηττού και τον κόλπο του Σαρωνικού.
Πώς όμως έγινε η στατική μελέτη για το ανακαινισμένο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης;
ΜΕ ΓΝΩΜΟΝΑ ΤΗΝ «ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ» ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ
Όπως εξηγεί στο Construction o Γιάννης Σταθόπουλος, Senior Engineer του μελετητικού γραφείου Λιόντος & Συνεργάτες ΕΠΕ, η χρήση του κάθε κτιρίου είναι η κυριότερη παράμετρος που κατευθύνει τον σχεδιασμό του, αρχικά από τους αρχιτέκτονες του έργου, σε δεύτερη φάση από τους ηλεκτρολόγους και μηχανολόγους του και τελικά από τους δομοστατικούς και γεωτεχνικούς μελετητές. «Η χρήση μουσείου δημιουργεί από μόνη της απαιτήσεις στην κυκλοφορία των επισκεπτών, τον φυσικό και τεχνητό φωτισμό, τον αερισμό και τον κλιματισμό μεγάλων χώρων, την πυρασφάλεια και πυροπροστασία. Ο συνδυασμός όλων αυτών με τους περιορισμούς που θέτει η κήρυξη ενός κτιρίου ως διατηρητέου κάνει κάθε επιλογή ακόμα πιο δύσκολη. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι πρόκειται για ένα δημόσιο κτίριο δίνει προτεραιότητα στην πληρότητα και αρτιότητα του σχεδιασμού, πέρα από προβλήματα χρηματοδότησης από κάποιον ιδιώτη ή επενδυτή, με τελικό σκοπό την παράδοση ενός πλήρους και σύγχρονου έργου στη δημόσια χρήση», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΦΟΡΕΩΝ
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό με ιδιαίτερο τεχνικό ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το κτιριακό συγκρότημα που αποτελεί την ανακαινισμένη Εθνική Πινακοθήκη αποτελείται από πολλούς φορείς, ο καθένας εκ των οποίων εξυπηρετεί ποικίλες ανάγκες.
«Γενικά, στο συγκρότημα υπάρχουν πολλές επιμέρους τεχνικές λύσεις, με συνδυασμούς υλικών για την επίλυση τεχνικών προβλημάτων πυραντίστασης, βάρους, αισθητικής και λειτουργικότητας που επιλύθηκαν με ανοιχτό μυαλό από το σύνολο των συμμετεχόντων μελετητών κάθε ειδικότητας και σε συνεχή συνεργασία με τους μηχανικούς εκτέλεσης του έργου στο εργοτάξιο και τα έμπειρα συνεργεία που εκτελούσαν την κάθε εργασία», εξηγεί ο κ. Σταθόπουλος.
«Τα δύο διατηρητέα υφιστάμενα κτίρια είχαν κατασκευαστεί από οπλισμένο σκυρόδεμα, με προεντεταμένα στοιχεία», τονίζει. «Σε αυτούς τους φορείς έγιναν ενισχύσεις έναντι, κυρίως, σεισμικών φορτίων με την προσθήκη νέων στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος, μανδυών ενίσχυσης με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα και επικολλήσεις υφασμάτων ινοπλισμένων πολυμερών. Ο συνδυασμός των παραπάνω λύσεων εξασφάλισε την αύξηση της αντοχής των κτιρίων, χωρίς αλλαγή στις όψεις τους. Το δε νέο υπόγειο κτίριο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με οπλισμένο σκυρόδεμα, με αυξημένες απαιτήσεις υδατοστεγανότητας, λόγω του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος σε υπόγεια κτιρίων σε όλο τον κόσμο».
Επίσης, η προσθήκη του νέου γ’ ορόφου στο υφιστάμενο κτίριο Β έγινε με μεταλλικά στοιχεία και σύμμικτη οροφή. «Η επιλογή αυτή έγινε αφενός για μείωση του βάρους των φέροντος οργανισμού, αφετέρου δε για την εκτέλεση της κατασκευής χωρίς την ανάγκη για ικριώματα στη φάση της κατασκευής, λόγω της ταυτόχρονης εκτέλεσης εργασιών στους υποκείμενους ορόφους».
Τέλος, στην όψη του υφιστάμενου κτιρίου Β κατασκευάστηκαν δύο κλιμακοστάσια διαφυγής, σχεδιασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα αφενός για την κάλυψη των αναγκών πυραντίστασης, αφετέρου δε για τη μείωση του κόστους κατασκευής. Η νέα κατασκευή με τις ράμπες και το αναρτημένο υαλοπέτασμα “plannar” σχεδιάστηκε με φέροντα μεταλλικά στοιχεία ώστε να είναι πιο ελαφριά για την έδρασή της στον υποκείμενο φορέα, αλλά και για τις μικρότερες διατομές που επιτυγχάνονται με τη χρήση χάλυβα.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Η εκπονηθείσα στατική μελέτη, όμως, έπρεπε να αντιμετωπίσει πλήθος τεχνικών προβλημάτων, κυρίως λόγω της ηλικίας του κτιρίου και των προδιαγραφών βάσει των οποίων είχε σχεδιαστεί και κατασκευαστεί τη δεκαετία του ’60.
«Πρόκειται για επέκταση υφιστάμενου κτιριακού συγκροτήματος, με προσθήκη τόσο κατ’ επέκταση όσο και καθ’ ύψος, κτιρίων που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα, ως νεότερα μνημεία, γεγονός που απαιτεί από κάθε τεχνική λύση να συμφωνεί με τη γεωμετρία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υφιστάμενων κτιρίων. Συνεκτιμώντας ότι τα κτίρια είχαν κατασκευαστεί στις αρχές τις δεκαετίες του 1960, με πρακτικές πολύ διαφορετικές των σημερινών, έπρεπε να λυθούν προβλήματα όπως η ενίσχυση υφιστάμενης θεμελίωσης, αύξηση της αντοχής των κτιρίων έναντι σεισμικών δράσεων χωρίς μεταβολή των όψεών τους, κάλυψη μεγάλων φορτίων χρήσης από τα εκθέματα και ζητήματα που γεννήθηκαν από τις απαιτήσεις του νέου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού», επισημαίνει ο κ. Σταθόπουλος. Παρ’ όλα αυτά, τα τεχνικά ζητήματα ξεπεράστηκαν μέσω της συνεχούς διερεύνησης τεχνικών λύσεων, σε συνεργασία με τα συνεργαζόμενα γραφεία των λοιπών μελετητικών αντικειμένων και τη Διευθύνουσα Υπηρεσία.
Επιπλέον, εκτός των καθαρά τεχνικών ζητημάτων, όπως προσθέτει ο ίδιος, το έργο είχε πολλά διαχειριστικής φύσης προβλήματα, τα οποία προέκυπταν σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της χώρας κατά τη διάρκεια όλων των ετών μελέτης και εκτέλεσής του. Η συνεχής συμμετοχή των δημοσίων αρχών, η ενεργή συμμετοχή της διεύθυνσης της Εθνικής Πινακοθήκης και η συνδρομή δωρητών έλυσαν πολλά από τα προβλήματα τέτοιας φύσης.
ΜΕ ΤΙΣ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που υπολογίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια της στατικής μελέτης ήταν η αντισεισμικότητα του κτιρίου. Για το καλύτερο αποτέλεσμα, σημειώνει ο κ. Σταθόπουλος, ελήφθη υπόψη η αυξημένη σπουδαιότητα του κτιρίου και η παρουσία χώρων με συνάθροιση κοινού, παράμετροι που αυξάνουν περαιτέρω τη σεισμική δράση σχεδιασμού. «Η μεγαλύτερη πρόκληση αντιμετωπίστηκε στην ενίσχυση των ιδιαίτερων στατικών συστημάτων των υφιστάμενων φορέων, όπου η ύπαρξη της προέντασης εμφάνισε τεχνικά προβλήματα που απαιτούσαν ειδική μεταχείριση και διερεύνηση. Τελικά, με τον συνδυασμό των τεχνικών λύσεων, επιτεύχθηκε η στάθμη ασφάλειας που θα είχε και ένα νέο κτίριο ίδιας χρήσης», επισημαίνει ο Senior Engineer της Λιόντος & Συνεργάτες ΕΠΕ.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
Καταλήγοντας, αναφορικά με τις τεχνολογίες που χρησιμοποίησε η ομάδα της Λιόντος & Συνεργάτες ΕΠΕ για τη στατική μελέτη της Εθνικής Πινακοθήκης, ο κ. Σταθόπουλος διευκρινίζει πως «έγινε εκτεταμένη χρήση λογισμικού μοντελοποίησης σε 3 διαστάσεις, όμως εξ αρχής η μελέτη δεν είχε ως σκοπό την παραγωγή ενός πλήρους ΒΙΜ μοντέλου, με τον όγκο πληροφοριών που συνεπάγεται αυτό». Συνεχίζοντας, ο Senior Engineer του μελετητικού γραφείου επισημαίνει τα οφέλη, όπως η πρόληψη αστοχιών, από τη χρήση της μοντελοποίησης: «Η μοντελοποίηση φορέων στις 3 διαστάσεις έλυσε πολλά τεχνικά προβλήματα που ήταν αδύνατο, λόγω πολυπλοκότητας, να επιλυθούν σε σχέδια 2 διαστάσεων. Έτσι έγινε και ευκολότερη η επικοινωνία με τους μηχανικούς εργοταξίου, αλλά και τα συνεργεία εκτέλεσης.
Ακόμα, αυτή η μέθοδος έδωσε τη δυνατότητα να επιλυθούν “στο χαρτί” προβλήματα πριν συναντηθούν στο εργοτάξιο, με εξαγωγή συγκεκριμένων γεωμετρικών παραμέτρων για επιτόπου χαράξεις, προετοιμασία ειδικών τεμαχίων και τον προγραμματισμό των σταδίων εκτέλεσης της κάθε εργασίας.
Ειδικά η μουσειογραφική μελέτη χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό τη διαθέσιμη τεχνολογία BIM για την επίλυση πολλών τεχνικών προβλημάτων, ειδικά σε σχέση με ένα έργο που είχε ήδη εκτελεστεί εν μέρει», σημειώνει.