Στο Construction αυτού του μήνα ανοίγουμε τον φάκελο «παθητικά κτίρια» και συνομιλούμε με καταξιωμένους και πιστοποιημένους μελετητές για τη δεκαετή πορεία των παθητικών κτιρίων στην Ελλάδα και τις προκλήσεις του αύριο.
Καταλύτης εξελίξεων σε πλειάδα τομέων της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, οι πρωτόγνωρες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, θέτουν εκ νέου ερωτήματα και για τον τρόπο που έως σήμερα χτίζουμε τα σπίτια μας. Και καθώς οι ειδικοί προβλέπουν ότι η κρίση στις τιμές της ενέργειας θα έχει διάρκεια, τα ερωτήματα αυτά πρέπει να απαντηθούν άμεσα, με σαφήνεια και επαρκή θεωρητική και πρακτική τεκμηρίωση, έως ότου εδραιωθούν οι φιλικοί προς το περιβάλλον τρόποι δόμησης. Τα παθητικά κτίρια συστήθηκαν στην Ελλάδα πριν από μία δεκαετία, διάστημα ασφαλές για να εξαχθούν τα πρώτα συμπεράσματα, αλλά και – δεδομένης της εμπειρίας – να σκιαγραφήσουμε τις τάσεις του μέλλοντος.
Τι είναι το παθητικό κτίριο;
Σύμφωνα με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου ως παθητικό ορίζεται το κτίριο «στο οποίο η εσωτερική θερμική άνεση (ISO 7730) εξασφαλίζεται αποκλειστικά από προθέρμανση ή πρόψυξη της ποσότητας του νωπού αέρα, η οποία απαιτείται (DIN 1946) για τη σωστή εσωτερική ατμόσφαιρα, χωρίς τη χρήση επιπλέον ανακυκλοφορίας του αέρα». Τα παθητικά κτίρια χαρακτηρίζονται από μεγάλη αποδοτικότητα, μακροχρόνια βιωσιμότητα, περισσότερη οικονομία και μεγαλύτερη άνεση. Λειτουργούν σαν ένα θερμός, που διατηρεί παθητικά το περιεχόμενό του στη σωστή θερμοκρασία, χωρίς τη χρήση ενεργητικής ψύξης ή θέρμανσης.

«Οι σχεδόν μηδενικές ενεργειακές ανάγκες των παθητικών κτιρίων είναι η βασική αιτία που τα καθιστούν αρχικώς ελκυστικά», μας λέει ο μηχανικός Στέφανος Χατζούλης, προσθέτοντας πως το σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι η κορυφαία ποιότητα διαβίωσης που απολαμβάνουν οι ένοικοι. «Όσα και αν δαπανούσε κάποιος για τη δημιουργία αντίστοιχων συνθηκών άνεσης, ουδέποτε θα τις επιτύγχανε χωρίς τη χρήση βασικών κανόνων μελέτης-εφαρμογής των παθητικών κτιρίων», διευκρινίζει. «Οι βασικές αρχές του παθητικού κτιρίου, αποτελούν το πιο ολοκληρωμένο πακέτο για πράσινη, βιώσιμη δόμηση», υποστηρίζει και κάνει λόγο για κτίρια που συνδυάζουν «κορυφαία ποιότητα διαβίωσης με εξαιρετική εξοικονόμηση ενέργειας, χωρίς να βασίζονται σε εξελιγμένα μηχανολογικά συστήματα αλλά στο ίδιο το δομικό σκέλος, με ισόβιες ιδιότητες και ανθεκτικότητα».
Αναζήτηση, ενημέρωση και θετική ανατροφοδότηση
Οι αντιλήψεις πάνω στο ποια κτίρια θέλουμε δεν είναι αμετάβλητες μέσα στον χρόνο. Μια σειρά από παράγοντες ωθούν τους υποψήφιους ενοίκους στο να αναθεωρούν. «Είναι εξαιρετικά ευοίωνο πως το καταναλωτικό κοινό παρουσιάζεται ολοένα και πιο ενημερωμένο», παρατηρεί ο κ. Χατζούλης, σημειώνοντας ότι τα ευεργετήματα των παθητικών κτιρίων διαδίδονται και προωθούνται από τους ίδιους τους χρήστες τους. «Η συντριπτική πλειονότητα των δυνητικών πελατών μας τα έχει γνωρίσει και εμείς τα προτείνουμε ανεπιφύλακτα», αναφέρει. Ένας ακόμη σύμμαχος, στην ευρύτερη αγορά, είναι το διαδίκτυο. «Κατά κύριο λόγο ο κόσμος ενημερώνεται διαβάζοντας, ενώ παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις θετικές εμπειρίες ενοίκων παθητικών κτιρίων ανά την υφήλιο», μας λέει ο κ. Χατζούλης. Έτσι, οι ικανοποιημένοι ένοικοι μαζί με την ανεμπόδιστη ροή της πληροφορίας που ενδυναμώνει την ευαισθητοποίηση σε ζητήματα ενεργειακής εξοικονόμησης, αλλάζουν τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Και οι κατασκευαστές ανταποκρίνονται. «Την τελευταία δεκαετία το πρότυπο του ‘παθητικού κτιρίου’ έγινε γνωστό στο ευρύτερο κοινό, με αποτέλεσμα να προχωράμε, αν και με αργό ρυθμό, σε κατασκευές κτιρίων μειωμένων ενεργειακών απαιτήσεων», διαπιστώνει η αρχιτέκτων μηχανικός Βασιλική Καραχάλιου.
Τα πρώτα παθητικά κτίρια στην Ελλάδα
Και αν σήμερα μιλάμε για την κρίση στις τιμές της ενέργειας που ήρθε για να μείνει, όπως δήλωσε πριν από λίγες ημέρες στο Build ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Μιχαήλ Βραχόπουλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως τα παθητικά κτίρια έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα στην αρχή μίας άλλης κρίσης που σημάδεψε την περασμένη δεκαετία: της οικονομικής. «Το πρώτο παθητικό κτίριο στην Ελλάδα, μελετήθηκε και κατασκευάστηκε το 2011», μας λέει ο κ. Χατζούλης. «Όσο κοντινό και αν φαντάζει σήμερα, άλλο τόσο σκοτεινό και απαιτητικό υπήρξε το εγχείρημα τότε. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε ακόμα ΚΕΝΑΚ, οι παραγωγοί μονωτικών και αντίστοιχων υλικών δεν είχαν υποχρέωση τήρησης ISO, ενώ από το ελληνικό λεξιλόγιο απουσίαζε ακόμα και ο όρος ‘θερμογέφυρα’», θυμάται και συμπληρώνει πως στο κτίριο αυτό «έχει προσμετρηθεί στον συντελεστή δόμησης το πάχος που καταλαμβάνει η εξωτερική θερμομόνωση, τροχοπέδη για την υλοποίηση κτιρίων υψηλής ενεργειακής απόδοσης». Σύμφωνα με τον συνομιλητή μας εξαιρετικά ευτυχές υπήρξε πως ο τότε αρμόδιος υπουργός Γιάννης Μανιάτης «εισάκουσε τους προβληματισμούς μας και στο πλαίσιο συγγραφής του ΝΟΚ μπήκαν τα θεμέλια στη σταδιακή άρση τέτοιων εμποδίων, νομοτεχνικές βελτιώσεις που συνεχίζονται και επιταχύνονται ακόμη περισσότερο την τρέχουσα κυβερνητική περίοδο». Πέρα όμως από τις δυσκολίες τότε, τι παρεμβάσεις χρειάζονται σήμερα στα παθητικά κτίρια που μετρούν ήδη δέκα χρόνια ζωής; «Μετά από μία δεκαετία χρήσης, καμία απολύτως παρέμβαση δεν απαιτήθηκε στο πρώτο ελληνικό πιστοποιημένο παθητικό κτίριο, οι δε ετήσιες τελικές καταναλώσεις θέρμανσης – ψύξης για κάθε οικία 240μ2 του κτιρίου, δεν ξεπέρασαν τις 1500ΚWh/έτος», εξηγεί ο κ. Χατζούλης παρουσιάζοντας και μια παράμετρο πέρα από τα αριθμητικά δεδομένα. «Πέρα από την υψηλής προστιθέμενης αξίας εξοικονόμηση, οι χρήστες γνώρισαν και έναν καλύτερο τρόπο ζωής, που δεν μπορούσαν να υποπτευθούν πριν τη διαμονή τους», υπογραμμίζει.

Η αξία της μελέτης
Αδιαμφισβήτητη βάση όλων είναι η μελέτη. Ποια συστατικά καθιστούν επιτυχημένη τη μελέτη για ένα παθητικό κτίριο; «Η μελέτη ενός παθητικού κτιρίου στηρίζεται στις πέντε βασικές αρχές του προτύπου και στην επίτευξη των μετρήσιμων στόχων που θέτει ως προς την ενεργειακή κατανάλωση και τις συνθήκες εσωτερικού περιβάλλοντος», μας λέει ο πολιτικός μηχανικός Γεώργιος Λιάκος, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο πως δεν πρόκειται για μια «μελέτη φασόν» καθώς προσαρμόζεται στο εκάστοτε κτίριο και στα κλιματικά δεδομένα της περιοχής. «Σκοπός του μελετητή είναι να επιτύχει τη μέγιστη εξοικονόμηση ενέργειας, προτείνοντας οικονομικά προσιτές τεχνικές λύσεις που ενσωματώνονται αρμονικά στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του κτιρίου», σημειώνει ο κ. Λιάκος προσθέτοντας πως ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση παίζει και η υιοθέτηση αρχών βιοκλιματικού σχεδιασμού κατά την αρχιτεκτονική σύνθεση. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία είναι η ελαχιστοποίηση των θερμογεφυρών και η επίτευξη της αεροστεγανότητας, με λύσεις που πρέπει να έχουν προβλεφθεί ήδη από τον σχεδιασμό. «Έτσι, μια ορθή μελέτη εφαρμογής των οδεύσεων των δικτύων του κτιρίου και των κατασκευαστικών λεπτομερειών κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να μην τραυματίζεται το κτίριο κατά τη φάση της κατασκευής», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Σταθερές αρχές και αλλαγές – Οι εξελίξεις μέσα σε μία δεκαετία και μία νέα τάση
Η δεκαετία που έχει περάσει από τότε που τα πρώτα παθητικά κτίρια εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, αποτελεί ίσως ασφαλές χρονικό διάστημα ώστε να εξεταστεί και το τι άλλαξε μέσα σε αυτά τα χρόνια, δεδομένου ότι οι διεπιστημονικές συνεργασίες πραγματοποιούν άλματα και προστίθενται πλέον στην παλέτα επιλογές – όπως τα ενεργά δομικά υλικά -, που μέχρι και πριν από μερικά χρόνια παρέμεναν στη σφαίρα της φαντασίας, μακριά από την παραγωγή. Σύμφωνα με τους συνομιλητές μας, σε επίπεδο αρχών δεν έχουν υπάρξει αλλαγές καθώς ο σχεδιασμός ενός παθητικού κτιρίου βασίζεται στον βιοκλιματικό σχεδιασμό. Όμως, σύμφωνα με την κα Καραχάλιου, «κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μεγαλύτερο εύρος διαθέσιμων εμπορικών προϊόντων και συστημάτων, γεγονός που ευνοεί την εύρεση βέλτιστης οικονομοτεχνικής λύσης μετά από αντίστοιχη έρευνα αγοράς».
«Από τα πρώτα χρόνια που ασχολήθηκα με τα παθητικά βλέπω ότι όλο και περισσότερες εταιρείες δραστηριοποιούνται γύρω από αυτά. Ελληνικές εταιρείες κουφωμάτων πιστοποιούν κουφώματα για παθητικά, παραγωγοί μονωτικών παράγουν μεγαλύτερα πάχη μόνωσης όπως και ειδικά τεμάχια υψηλής πυκνότητας για την τοποθέτηση κουφωμάτων με θερμοδιακοπή και εταιρείες που παράγουν μηχανήματα αερισμού με εναλλαγή θερμότητας βελτιστοποιούν τα νέα τους μοντέλα προσφέροντας σημαντικές αποδόσεις εναλλαγής», παρατηρεί από την πλευρά του ο αρχιτέκτονας μηχανικός Λεωνίδας Νάσσης. Σύμφωνα με τον ίδιο τα λογισμικά προγράμματα «που αναλύουν πλέον δυναμικά τα κτίρια ως προς τις ενεργειακές του απαιτήσεις και ειδικά το θέμα της σκίασης, βγάζουν πιο ακριβή δεδομένα βασισμένα σε διεθνή πρότυπα». Και οι δύο συνομιλητές μας στέκονται στο ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού που εκπαιδεύεται και πιστοποιείται. «Δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην τεχνογνωσία του ανθρώπινου δυναμικού που καλείται να εφαρμόσει λύσεις βάσει των απαιτήσεων του προτύπου του παθητικού κτιρίου», σημειώνει η κα Καραχάλιου. «Με λίγα λόγια είμαστε σε μία εποχή όπου ο υγιής ανταγωνισμός έχει σαν αποτέλεσμα να βελτιστοποιούνται όλα γύρω από ένα παθητικό κτίριο και εντέλει τα παθητικά κτίρια να γίνονται πιο προσιτά στον τελικό χρήστη», συνοψίζει ο κ. Νάσσης.
Πρόβλεψη για μία μελλοντική τάση κάνει ωστόσο ο κ. Χατζούλης. Σύμφωνα με τον ίδιο «trend» αναμένεται να αποτελέσουν οι παθητικές πολυκατοικίες με φωτοβολταϊκό σύστημα στην οροφή οι οποίες θα αποτελούν ένα είδος ενεργειακής κοινότητας. «Οι ένοικοι θα καταναλώνουν το ρεύμα που παράγεται από το ίδιο τους το κτίριο και αυτό θα πρέπει να επαρκεί», εξηγεί προσθέτοντας πως είναι το μόνο βιώσιμο μοντέλο. «Ουδεμία λογική έχει, την τσιμεντοποίηση των πόλεων να ακολουθήσει μια κατάληψη της υπόλοιπης φύσης με ΑΠΕ», ξεκαθαρίζει. «Και ασφαλώς η πρόκληση του να καλυφθεί το σύνολο των ενεργειακών αναγκών με τη λιγοστή επιφάνεια ΑΠΕ που χωρά η οροφή ενός πολυώροφου κτιρίου, δεν είναι υλοποιήσιμη αν αρχικώς δεν έχουμε μηδενίσει τις ανάγκες θέρμανσης-ψύξης που είναι υπεύθυνες για τα 2/3 και πλέον των ενεργειακών αναγκών. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο αν ακολουθήσουμε τις αρχές του προτύπου των παθητικών κτιρίων».
Η αξιοποίηση του κτιριακού αποθέματος ως πρόκληση
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2011, ο αριθμός των κτιρίων της χώρας ανερχόταν σε 4.105.637 από τα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό, 19,1%, βρίσκεται στην περιφέρεια Αττικής. Από το σύνολο των κτιρίων της χώρας, το 51,5% είναι ισόγεια, ενώ το 33,3% των κτιρίων έχουν έναν όροφο. Στην Αθήνα υπολογίζεται πως το ποσοστό των κτιρίων που έχει κατασκευαστεί πριν από το 1960, ξεπερνάει το 60%. Με αυτά τα μεγέθη, πώς μπορεί να αξιοποιηθεί το κτιριακό απόθεμα της χώρας; Μπορεί ένα συμβατικό κτίριο να γίνει παθητικό; Σύμφωνα με την κα. Καραχάλιου ένα υφιστάμενο κτίριο μπορεί να μετατραπεί σε παθητικό στα πλαίσια ενεργειακής ανακαίνισης κάνοντας κάποιες παραδοχές. «Σε αυτή την περίπτωση η γεωμετρία του υπάρχοντος κελύφους είναι ιδιαίτερα δεσμευτική για οποιαδήποτε παρέμβαση, ενώ τα όριά του με γειτονικά κτίρια χρήζουν προσοχής καθώς δεν κρίνονται αδιαβατικά» μας λέει, συμπληρώνοντας ότι ο τρόπος αντιμετώπισης είναι ίδιος. «Αρχικά δίνεται έμφαση στην ενεργειακή θωράκιση του υπάρχοντος κελύφους με μόνωση στοιχείων σε επαφή με αέρα, όμορων θερμαινόμενων ή μη χώρων, αντικατάσταση κουφωμάτων και έλεγχο αεροστεγανότητας», υποστηρίζει συμπληρώνοντας ότι στη συνέχεια επιλέγεται το σύστημα μηχανικού αερισμού και υποβοήθηση ψύξης – θέρμανσης.

«Το εύρος των παρεμβάσεων δεν αλλάζει, με μία μικρή επιφύλαξη ως προς τον μηδενισμό των θερμογεφυρών που σε κάποιες περιπτώσεις είναι πιθανό να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί», υποστηρίζει από την πλευρά του ο κ. Νάσσης, συμπληρώνοντας ότι πάντα πρέπει να πραγματοποιείται οικονομοτεχνική μελέτη για την τελική λήψη αποφάσεων ως προς τους χειρισμούς του σχεδιασμού και τελικά ως προς την επιλογή των υλικών. «Σε αυτό παίζει ρόλο κυρίως το γειτονικό περιβάλλον του κτιρίου και ο προσανατολισμός του, γιατί αυτά τα δύο καθορίζουν τα ηλιακά κέρδη του κτιρίου και εν τέλει τις καταναλώσεις του. Η ειδοποιός διαφορά δηλαδή μεταξύ κτιρίων που είναι τοποθετημένα ελεύθερα με αυτά που βρίσκονται μέσα στον αστικό ιστό παίζει πολύ βασικό ρόλο στο αν τελικά ένα κτίριο καταφέρει, μετά από τις παρεμβάσεις που θα γίνουν, να κατέβει το κατώφλι των 20 Kwh/m2a, το όριο δηλαδή που δίνει το PH για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις, που σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να καθίσταται ασύμφορο τεχνοοικονομικά». Σύμφωνα με τον κ. Νάσση καθίσταται «απαραίτητη η άψογη μοντελοποίηση του υφιστάμενου κτιρίου καθώς και του περιβάλλοντός του για να ξεκινήσει σωστά μια μελέτη και με τη σωστή καθοδήγηση του αρχιτέκτονα να ληφθούν οι βέλτιστες αποφάσεις».
Εμπόδια από τις ανατιμήσεις
Και παρότι οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας κάνουν σαφές το γεγονός ότι οι φιλικοί προς το περιβάλλον τρόποι δόμησης αποτελούν την επιβεβλημένη λύση για κτίρια που θα καταναλώνουν λιγότερο και ως εκ τούτου το κόστος των λογαριασμών θα είναι αισθητά μικρότερο, οι αυξήσεις στις τιμές των υλικών αποτελούν εμπόδιο για νέες επενδύσεις. «Οι ανατιμήσεις των υλικών ξεκίνησαν πριν ένα χρόνο περίπου και συνεχίζονται ακόμα με αμείωτο ρυθμό», μας λέει ο κ. Λιάκος κάνοντας λόγο για το πρόβλημα της εποχής. «Οι κατασκευές παθητικών κτιρίων επηρεάζονται στον ίδιο βαθμό όπως και οι υπόλοιπες κατασκευές. Μιλάμε για μια αύξηση του κόστους κατασκευής που ξεπερνάει το 20%. Οι πελάτες δυστυχώς θα πρέπει να κατανοήσουν ότι είτε η κατασκευή θα τους κοστίσει ακριβότερα σε σχέση με το αρχικό τους πλάνο, είτε θα πρέπει να προσαρμόσουν τις επιθυμίες τους», δηλώνει, προσθέτοντας ότι υπάρχουν έργα που αναβάλλονται προσωρινά ή και μόνιμα με την προσδοκία για μια μελλοντική μείωση των τιμών. Παράλληλα οι μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις υλικών δημιουργούν επιπρόσθετα προβλήματα στην πορεία των έργων. «Προσωπικά όσοι με ρωτάνε αν αξίζει να περιμένουν, η απάντηση μου είναι ότι κανείς δεν ξέρει την πορεία της αγοράς και αν υπάρχει πραγματική ανάγκη στέγασης να μην περιμένουν», υπογραμμίζει ο κ. Λιάκος.