Είναι γεγονός πως ακούμε πολύ συχνά τις λέξεις - φράσεις «καινοτομία», «κυκλική οικονομία» και «βιώσιμη ανάπτυξη» στην ίδια πρόταση, ακόμα και στον τομέα των οικοδομικών υλικών. Και αυτό δεν είναι τυχαίο.

H κυκλική οικονομία, ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, δεν αφορά μόνο την οικονομία. Αφορά και την παραγωγή και κατανάλωση υλικών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα οικοδομικά, ενώ προσπαθεί απαντήσει σε μια σειρά πιεστικών ζητημάτων όπως η κλιματική κρίση, η αλόγιστη χρήση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και η καταστροφή των οικοσυστημάτων.

Παράλληλα, δημιουργεί και νέες προκλήσεις για τον κατασκευαστικό κόσμο. Αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης οικοδομικών υλικών, βιομηχανική συμβίωση, ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξη νέων διεργασιών, τεχνολογιών και προϊόντων (ή αξιοποίηση παραδοσιακών, σε νέα βάση). Έτσι, δεν είναι περίεργο που ο κλάδος των οικοδομικών υλικών χαρακτηρίζεται από ολοένα και περισσότερη καινοτομία, ενώ διέπεται από τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και της βιώσιμης ανάπτυξης.

Κωνσταντίνος Ασλάνης, Δ/ντής Έρευνας – Ανάπτυξης & Τεχνικής Υποστήριξης Isomat

Καινοτομία, κυκλική οικονομία και βιώσιμη ανάπτυξη
Ο Κωνσταντίνος Ασλάνης, Διευθυντής Έρευνας – Ανάπτυξης και Τεχνικής Υποστήριξης της Isomat, συνδέει την καινοτομία με τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και την ικανότητα λήψης πιστοποίησης των προϊόντων. «Η ανάπτυξη νέων καινοτόμων προϊόντων γίνεται πάντοτε με κριτήριο τον περιορισμό των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων και σχεδιάζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν να λάβουν πιστοποιήσεις, όπως το Οικολογικό Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Eco-Label, τα Green Building πρωτόκολλα αλλά και τα ευρωπαϊκά πρότυπα συστημάτων εξωτερικής θερμομόνωσης ETICS», σχολιάζει σχετικά.

Η Ιουλία Αντωνακοπούλου, QESH Manager της Vitex, τονίζει τη σύνδεση κυκλικής οικονομίας και ανάπτυξης καινοτόμων προϊόντων, ενώ ξεχωρίζει και δύο καλές πρακτικές. «Απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η κοινωνία μας και να εξασφαλίζεται η επάρκεια φυσικών πόρων είναι να ακολουθηθεί ένα νέο οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, η κυκλική οικονομία. Ένα μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο δίνεται έμφαση στη μείωση της κατανάλωσης μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων, στην επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση υλικών που αναλώθηκαν και στην επιμήκυνση του κύκλου ζωής των προϊόντων.

Η μετάβαση σε μία κυκλική οικονομία ενθαρρύνει την αναζήτηση καινοτόμων λύσεων με την ανάπτυξη νέων καινοτόμων/εναλλακτικών οικοδομικών υλικών. Στον τομέα μας, δύο καλές πρακτικές για την ενσωμάτωση των αρχών της κυκλικής οικονομίας στην αλυσίδα των παραγωγικών δραστηριοτήτων, κάτι που ως εταιρεία εφαρμόζουμε κι εμείς, είναι τα απόβλητα που προκύπτουν από την κύρια παραγωγική διαδικασία των χρωμάτων να εισάγονται εκ νέου στην παραγωγική διαδικασία της μονάδας παραγωγής των υγρών ασφαλτικών προϊόντων, και η ενσωμάτωση πλήρως ανακυκλωμένων πρώτων υλών στα ασφαλτικά μίγματα των στεγανωτικών μεμβρανών», δηλώνει χαρακτηριστικά.

Άννα Δήμα, Δ/ντρια Επικοινωνίας & Marketing Vechro

Η Άννα Δήμα, Διευθύντρια Επικοινωνίας & Marketing της Vechro στέκεται στην αξιοποίηση των αποβλήτων της παραγωγικής διαδικασίας και την προώθηση της κυκλικής οικονομίας. «Βάσει του ορισμού που δόθηκε από την Επιτροπή Brundtland το 1987, η βιώσιμή ανάπτυξη εκφράζει μια ‘’διαδικασία ανάπτυξης που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες”. Στις μέρες μας, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή, η ανάγκη για μείωση της κατανάλωσης των φυσικών πόρων και της ενέργειας είναι επιτακτική. Ο κατασκευαστικός κλάδος, καταναλώνει μεγάλο όγκο φυσικών πόρων και ενέργειας και κατά συνέπεια παράγει ένα μεγάλο όγκο αποβλήτων και ρύπων. Είναι προφανές ότι για την βελτίωση της κατάστασης πρέπει να αξιοποιηθούν τα παραγόμενα απόβλητα και να προωθηθεί η κυκλική οικονομία. Σημαντικός είναι και ο ρόλος που διαδραματίζει η παραγωγική διαδικασία. Στην Vechro γίνεται προσπάθεια να μειώνεται η κατανάλωση φυσικών πόρων και ενέργειας κατά την παραγωγική διαδικασία», επισημαίνει.

Για τον Άγγελο Καλογεράκο, Γενικό Διευθυντή Ελλάδας της ΤΙΤΑΝ, είναι σαφές πως ο στόχος της ανθρακικής ουδετερότητας της ευρωπαϊκής τσιμεντοβιομηχανίας μέχρι το 2050 συνδέεται με την κυκλική οικονομία. Σύμφωνα με τον ίδιο, «η ανάπτυξη δομικών υλικών χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα -με υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά- συνεισφέρει σημαντικά στη βιώσιμη ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η ευρωπαϊκή τσιμεντοβιομηχανία έχει θέσει έναν πολύ φιλόδοξο στόχο επίτευξης ανθρακικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, σε ευθυγράμμιση με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, και έχει αναπτύξει έναν οδικό χάρτη που προβλέπει τη μείωση των εκπομπών άνθρακα σε όλη την αλυσίδα και όλο τον κύκλο ζωής των προϊόντων -από το τσιμέντο έως το έτοιμο σκυρόδεμα. Για την επίτευξη του στόχου αυτού σημαντική είναι και η υιοθέτηση του μοντέλου της κυκλικής οικονομίας, που συμβάλλει στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα στην παραγωγή τσιμέντου μέσω της ανάκτησης υλικών και ενέργειας από απόβλητα και της χρήσης βιομάζας ως καυσίμου».

Κωνσταντίνος Κολέτσος, Marketing Manager KNAUF

Από την πλευρά του, ο Κωνσταντίνος Κολέτσος, Marketing Manager της KNAUF, στέκεται στη σύνδεση της κυκλικής οικονομίας με τη μείωση των ενσωματωμένων εκπομπών άνθρακα των κατασκευών. Όπως αναλύει, « συχνά αναφέρεται ότι τα κτίρια ευθύνονται για το 40% περίπου των παγκόσμιων εκπομπών CO2. Ωστόσο, σπανιότερα αναγνωρίζεται ότι πάνω από το ένα τέταρτο αυτών των εκπομπών οφείλονται στην κατασκευή των κτιρίων και όχι στη λειτουργία τους. Ο ενσωματωμένος άνθρακας στις κατασκευές αυξάνεται ως ποσοστό του συνολικού άνθρακα επειδή η λειτουργία των κτιρίων γίνεται ενεργειακά αποδοτικότερη σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας. Η κυκλική οικονομία μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των ενσωματωμένων εκπομπών, με την επαναχρησιμοποίηση τόσο του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος όσο και των εγκαταστημένων δομικών συστημάτων. Όπου απαιτούνται νέα δομικά συστήματα, ο στόχος πρέπει να είναι αφενός η μείωση του ενσωματωμένου άνθρακα των χρησιμοποιούμενων υλικών και αφετέρου η ανάπτυξη νέων μεθόδων και υλικών που θα επιτρέπουν τον αναστρέψιμο σχεδιασμό».

Ο Χρήστος Χατζηάστρου, Διευθυντής Τεχνικής Υποστήριξης της Fibran, σχολιάζει πως «η βασική πρόκληση σε αυτό που ονομάζουμε βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι άλλη από τη διασφάλιση της ευημερίας των επόμενων γενεών. Σημαντική συνιστώσα, αν όχι η σημαντικότερη, για την επίτευξη του παραπάνω στόχου αποτελεί ο σχεδιασμός και η εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών που στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν ο σχεδιασμός κεντρώνεται στην επίτευξη του βέλτιστου βαθμού ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης πάσης φύσης υλικών, διεργασίες που η κυκλική οικονομία επιτάσσει για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη παράταση του κύκλου ζωής ενός αρχικώς παραγόμενου υλικού. Στο παραπάνω πλαίσιο, η επιλογή των συστημάτων δόμησης που χρησιμοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο, τα επιμέρους οικοδομικά υλικά που τα απαρτίζουν και οι πρώτες ύλες που συνθέτουν τα υλικά αυτά, αποτελούν πλέον βασικά αντικείμενα έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων των σοβαρών εταιριών παραγωγής καινοτόμων/εναλλακτικών οικοδομικών υλικών με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα».

Νέες τάσεις /εξελίξεις σε σχέση με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των υλικών
Σε ό,τι αφορά τις νέες τάσεις/εξελίξεις, ο κ. Ασλάνης (Isomat) ξεχωρίζει την αξιοποίηση των αστικών απορριμμάτων και των αποβλήτων των κατασκευών στα πλαίσια της κυκλικής οικονομίας και της αειφορίας. «Όπως είναι γνωστό, η χρήση συμβατικών υλικών αυξάνει το περιβαλλοντικό αποτύπωμα δημιουργώντας την ανάγκη εξεύρεσης καινοτόμων λύσεων. Οι λύσεις αυτές ενδεχομένως να βρίσκονται στην αξιοποίηση υφιστάμενων υλικών μέσω της κυκλικής οικονομίας και της αειφορίας. Για παράδειγμα, τα αστικά απορρίμματα και τα κατασκευαστικά απόβλητα φαίνεται ότι μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση με σκοπό τον περιορισμό της εύρεσης νέων πρώτων υλών, αλλά και την ανάπτυξη νέων μεθόδων παραγωγής ενέργειας», υπογραμμίζει.
Η κα Αντωνακοπούλου (Vitex) προκρίνει τη δεδομένη, όπως η ίδια χαρακτηρίζει, άνοδο των EPDs.

«Λόγω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal), η τάση για ανακαινισμένα και ενεργειακά αποδοτικά κτίρια δημιουργεί την ανάγκη για τον σχεδιασμό προϊόντων που μεγιστοποιεί την αξία τους, με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Θεωρούμε δεδομένη την άνοδο των περιβαλλοντικών δηλώσεων προϊόντων (Environmental Product Declarations – EPDs) που παρέχουν ποσοτικοποιημένη την περιβαλλοντική πληροφορία, ως βασικό εργαλείο διασφάλισης της βιωσιμότητας των προϊόντων σε διεθνές επίπεδο (B2B/B2C), αλλά και της διαμόρφωσης ενός βιώσιμου/υπεύθυνου brand», σχολιάζει.

Ο κ. Καλογεράκος (ΤΙΤΑΝ) στέκεται και αυτός στα EPDs, λέγοντας πως «νέα τάση είναι η διαφάνεια των περιβαλλοντικών επιδόσεων δομικών υλικών, για την οποία μελετητές, ιδιοκτήτες και τελικοί καταναλωτές ενημερώνονται μέσω των EPDs. Στα EPDs δομικών υλικών βασίζεται η βελτιστοποίηση του αειφόρου αποτυπώματος κτιρίων και έργων υποδομών, σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους. Ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην ανάπτυξη καινοτόμων υλικών αναμένουμε και από την άμεση ενσωμάτωση στο ελληνικό κανονιστικό πλαίσιο του νέου ευρωπαϊκού προτύπου για το τσιμέντο (ΕΝ 197-5), που προάγει την παραγωγή και διάθεση τσιμέντων με χαμηλότερο ανθρακικό αποτύπωμα».

Σύμφωνα με την κα Δήμα (Vechro), «παρατηρείται μια τάση προς τα βιώσιμα υλικά σε όλους τους κλάδους, όπως είχε ξεκινήσει η προσπάθεια των οικολογικών προϊόντων πριν από αρκετά χρόνια. Αυτό μας επιδεικνύει την ευαισθητοποίηση του καταναλωτικού κοινού, και όχι μόνο, σε περιβαλλοντικά θέματα. Η προσπάθεια της εταιρείας να παράγει ποιοτικά ανώτερα προϊόντα, τα οποία πρωτίστως ικανοποιούν τις διαρκώς μεταβαλλόμενες νομοθετικές απαιτήσεις, ταυτόχρονα με την ικανοποίηση των πολύ αυστηρών Οικολογικών Κριτηρίων, οδηγεί στη δημιουργία νέων καινοτόμων/εναλλακτικών προϊόντων που υπηρετούν τις ανάγκες της βιώσιμης ανάπτυξης και του οράματος της, που δεν είναι άλλο από «ένα περιβάλλον με αξία για την ανθρώπινη ζωή στον πλανήτη».

Ο κ. Κολέτσος (KNAUF) στέκεται στις ευρωπαϊκές κανονιστικές ρυθμίσεις ως προς τον ενσωματωμένες εκπομπές άνθρακα. «Παρά τη σημαντική συμβολή των υλικών στις συνολικές εκπομπές CO2, υπάρχει ελάχιστη κανονιστική ρύθμιση ως προς τον ενσωματωμένο τους άνθρακα. Πρωτοπόροι σε αυτόν τον τομέα είναι η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Η Ολλανδία είναι η πρώτη χώρα που εφάρμοσε νομοθεσία που επιβάλλει όρια στις ενσωματωμένες εκπομπές άνθρακα από κτίρια. Η πόλη του Όσλο στη Νορβηγία εργάζεται για την κατασκευή εργοταξίων μηδενικών εκπομπών έως το 2030, ενώ στην Φινλανδία ξεκίνησε διαβούλευση με στόχο την καταγραφή του ανθρακικού αποτυπώματος των νέων κτιρίων καθ’ όλον τον κύκλο της ζωής τους έως το 2025. Παράλληλα, βιομηχανίες οικοδομικών υλικών και οργανισμοί δείχνουν επίσης αυξημένη ευαισθητοποίηση σχετικά με τη συμβολή του ενσωματωμένου άνθρακα», καταλήγει.

Σύμφωνα με τον κ. Χατζηάστρου (Fibran,) «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται επέκταση της έρευνας στον σχεδιαστικό τομέα και τη μεθοδολογία κατασκευής, καθώς ένα προηγμένο, χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος, υλικό μπορεί να είναι εν τέλει ένα κακό υλικό αν είναι τοποθετημένο με τέτοιο τρόπο που είτε περιορίζεται η διάρκεια ζωής του είτε καθίσταται δύσκολη και κοστοβόρα η ανάκτηση του. Έτσι, νέα τάση διεθνώς είναι οι μεγάλες εταιρίες να απασχολούν ερευνητικό προσωπικό και να χρησιμοποιούν εξειδικευμένα λογισμικά στην ανάπτυξη μεθοδολογιών που καθορίζουν τη βέλτιστη θέση και τον τρόπο εφαρμογής των οικοδομικών υλικών και των συστημάτων στα δομικά στοιχεία, τόσο για την αποφυγή προβλημάτων κτηριακής παθολογίας, συνεπώς για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση της διάρκειας ζωής της κατασκευής, όσο και μετά το πέρας της ζωής της κατασκευής, για την κατά το δυνατόν χαμηλού κόστους και ευκολότερη ανάκτηση για επαναχρησιμοποίηση των επιμέρους οικοδομικών υλικών».

Περί ελκυστικότητας και βελτίωσης της ποιότητας των κατασκευών
Για τον κ. Ασλάνη (Isomat), ένα κτίριο που έχει κατασκευαστεί με οικοδομικά υλικά που σχεδιάζονται στα πλαίσια της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να «διεκδικήσει» μια περιβαλλοντική πιστοποίηση όπως το LEED. «Πλέον η σύγχρονη αγορά έχει γίνει ιδιαίτερα απαιτητική στον τομέα της ανάπτυξης κτιριακών εγκαταστάσεων. Ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο κτίριο, κατασκευάζεται και λειτουργεί για να ελαχιστοποιεί τις συνολικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και να προστατεύει τους φυσικούς πόρους. Χρησιμοποιώντας οικοδομικά υλικά σχεδιασμένα με βάση τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης ένα τέτοιο κτίριο μπορεί να αποκτήσει τις αντίστοιχες περιβαλλοντολογικές πιστοποιήσεις (LEED, BREEAΜ κτλ.)», τονίζει.

Άγγελος Καλογεράκος, Γενικός Δ/ντής Ελλάδας ΤΙΤΑΝ

Ακολούθως, ο κ. Καλογεράκος (ΤΙΤΑΝ) στέκεται και στη σχέση των κτιρίων που είναι πιστοποιημένα πχ με LEED και την αυξημένη αξία μεταπώλησης/ενοικίασής τους. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «βιώσιμα κτίρια και υποδομές παίζουν κεντρικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου τόσο για μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα όσο και για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Τσιμέντο και σκυρόδεμα μειώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, συνεισφέροντας σε ενεργειακά αποδοτικά κτίρια χαμηλών εκπομπών, με βελτιωμένα κόστη λειτουργίας. Οι υποδομές αυτές προστατεύουν από τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής και βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων στο αστικό περιβάλλον. Η ευρωπαϊκή τάση δείχνει ότι η αξία μεταπώλησης/ενοικίασης κτιρίων πιστοποιημένων κατά LEED, BREAM κλπ. είναι σημαντικά βελτιωμένη έναντι μη πιστοποιημένων».

Ιουλία Αντωνακοπούλου, QESH Manager Vitex

Από την πλευρά της, η κα Αντωνακοπούλου (Vitex) σχολιάζει πως οι βιώσιμες κατασκευές δεν είναι μόνο ποιοτικές, αλλά και οικονομικά αποδοτικές. Όπως επισημαίνει σχετικά, «η χρήση οικοδομικών υλικών που διέπονται από τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης δημιουργούν και βιώσιμες ποιοτικές κατασκευές, ελάχιστα επιβαρυντικές στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον, ανθεκτικές ως προς την έκθεση στις δυσμενείς περιβαλλοντικές/ κλιματικές συνθήκες και αλλαγές και εν τέλει οικονομικά αποδοτικές στους χρήστες, τους ιδιοκτήτες, τους κατασκευαστές και στην κοινωνία».

Η κα Δήμα (Vechro) στέκεται στο πώς το «σύνδρομο των άρρωστων κτιρίων» και η ανάπτυξη εναλλακτικών υλικών οδήγησε στα «πράσινα κτίρια». «Η αντίληψη ότι κατασκευές στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οικοδομικά υλικά που διέπονται από τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης είναι πιο ελκυστικές, διαρκώς κερδίζει έδαφος. Ξεκινώντας από τη Γερμανία, άρχισε να γίνεται γνωστό το ‘’σύνδρομο των άρρωστων κτιρίων’’ (sick building syndrome), το οποίο οδήγησε στην ανάγκη εύρεσης νέων εναλλακτικών οικοδομικών υλικών, τα γνωστά ’’πράσινα’’ υλικά, για την κατασκευή των λεγόμενων ‘’πράσινων κτιρίων’’», αναφέρει σχετικά.

Ο κ. Κολέτσος σχολιάζει πως (KNAUF) «πρωτεύοντα ρόλο στην επιλογή βιώσιμων υλικών έχουν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των κτιρίων. Αυτοί καλούνται να δώσουν την κατεύθυνση στο σχεδιασμό και την κατασκευή με βάση τις αρχές της κυκλικής οικονομίας. Ένα ενεργειακά και περιβαλλοντικά αποδοτικό κτίριο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του αυξάνει την εμπορική του αξία, το κάνει ευέλικτο ως προς τη χρήση του και, τέλος, συμβάλλει στο κοινό όφελος».

Τέλος, ο κ. Χατζηάστρου (Fibran) στέκεται στο παράδειγμα της χρήσης του πετροβάμβακα στις θερμοπροσόψεις και τα πλεονεκτήματά του για να τονίσει πώς τα υλικά που διέπονται από τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης καθιστούν πιο ποιοτική και ελκυστική μία κατασκευή. «Ίσως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς τα οικοδομικά υλικά που διέπονται από τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης κάνουν και πιο ελκυστικές τις κατασκευές, είναι η χρήση του πετροβάμβακα στα συστήματα θερμοπρόσοψης. Ιστορικά το θερμομονωτικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ήταν η διογκωμένη πολυστερίνη. Ωστόσο, ως πλαστικό υλικό παραπροϊόν του πετρελαίου, η χρήση της στις θερμοπροσόψεις αντικαθίσταται πλέον από τον πετροβάμβακα.

Ο πετροβάμβακας προσφέρει θερμομόνωση, πυροπροστασία, ηχομόνωση, μεγαλύτερη θερμική αδράνεια, συνεπώς υψηλότερη διαστατική σταθερότητα και διάρκεια ζωής των επιχρισμάτων, παθητική διαπνοή και υψηλότερη ποιότητα θερμικής άνεσης, αφύγρανση των δομικών στοιχείων με περιορισμό φαινομένων ενανθράκωσης και γαλβανικής οξείδωσης συνεπώς επέκταση συνολικά της διάρκειας ζωής του κτηρίου. Μετά το πέρας της ζωής ενός κτηρίου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανακύκλωσης της διογκωμένης πολυστερίνης. Αντίθετα ο πετροβάμβακας, ως κατά βάση πέτρα, διέπεται από τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, έχει εύκολη διαχείριση και δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης», καταλήγει.