Το πώς επηρεάζουν την αγορά ακινήτων οι κλιματικοί κίνδυνοι που απειλούν την Ευρώπη αναλύει σε έκθεσή της η διεθνής εταιρεία real estate JLL, καταγράφοντας τις πόλεις που παρουσιάζουν τον υψηλότερο κλιματικό κίνδυνο. Ανάμεσα σε αυτές είναι και η Αθήνα, που αξιολογείται ως η τέταρτη πιο εκτεθειμένη πόλη μετά τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και τη Βαρκελώνη.
Ανάμεσα στους διάφορους κλιματικούς κινδύνους, η JLL εστιάζει ιδιαίτερα στο πρόβλημα της ξηρασίας, επισημαίνοντας πως τα κτίρια χρησιμοποιούν το 15% του γλυκού νερού ανά τον κόσμο και η έλλειψη νερού θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ψύχρανση των κτιρίων.

Πώς λοιπόν επηρεάζουν οι κλιματικοί κίνδυνοι τη ζήτηση για κτίρια; Ήδη, επισημαίνει η JLL, στην Ευρώπη η ζήτηση για κτίρια επηρεάζεται από παράγοντες όπως οι αυξημένες απαιτήσεις για διαφάνεια και αποδοτικότητα, που σημαίνουν ότι οι επενδυτές πρέπει να πληρούν ορισμένα κριτήρια ESG για να μπορέσουν να προσελκύσουν ενοίκους και να τηρούν τη νομοθεσία. «Ολοένα και περισσότερο, οι κλιματικοί κίνδυνοι θα αρχίσουν να επηρεάζουν επίσης τη ζήτηση, καθώς συγκεκριμένες τοποθεσίες θα γίνονται λιγότερο ή περισσότερο επιθυμητές, όχι μόνο από άποψης των ενοίκων, αλλά και από χρηματοοικονομικής άποψης», τονίζεται στην έκθεση.

Είναι άλλωστε κοινή λογική ότι τα κτίρια που κινδυνεύουν περισσότερο λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών θα επιβαρυνθούν με υψηλότερα κόστη επισκευών και συντήρησης, ενώ θα είναι δυσκολότερη η ασφάλισή τους. Μάλιστα, τα στοιχεία της JLL δείχνουν ότι οι επιπτώσεις των κλιματικών κινδύνων σε συμφωνίες για ακίνητα είναι πολύ μεγαλύτερες στην κατηγορία των εμπορικών ακινήτων σε σχέση με τα γραφεία, κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται έξω από τα κέντρα πόλεων.

Δράση εδώ και τώρα
Η συμβουλή της JLL προς τους επενδυτές σε ακίνητα είναι να κατανοήσουν την ανάγκη να δράσουν τώρα και να μην αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή σαν κάτι που θα συμβεί στο μακρινό μέλλον, να αξιολογήσουν τους κινδύνους για το χαρτοφυλάκιο ακινήτων τους, να εντοπίσουν τα ακίνητα που μπορούν να προσαρμοστούν ευκολότερα και γρηγορότερα και να υιοθετήσουν μία ολιστική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους στόχους και τις στρατηγικές τους για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα.