Το «χάσμα» ανάμεσα στην αυξανόμενη ζήτηση για νέες κατοικίες και στον περιορισμένο αριθμό των νέων κατοικιών που κατασκευάζονται οδηγεί σε δυσανάλογη αύξηση των τιμών των οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς. Όπως αναφέρεται στη μελέτη, από το 2016 ως το 2022 ο ρυθμός αύξησης των τιμών οικιστικών ακινήτων έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 14% περισσότερο σε σχέση με τον ρυθμό αύξησης ο οποίος θα δικαιολογείτο βάσει της εξέλιξης των θεμελιωδών μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.
Η ανισορροπία αυτή, εξηγεί η Τράπεζα Πειραιώς, δεν είναι παρά προϊόν της απόστασης ανάμεσα στις 155.000 νέες κατοικίες που υπολογίζεται ότι κατασκευάστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια από τη μια, και της συνολικής ζήτησης για 367.000 νέες κατοικίες. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τα 197.000 νέα νοικοκυριά που εκτιμάται ότι δημιουργήθηκαν μεταξύ 2011 και 2021, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία απογραφής, καθώς και 170.000 ακίνητα για βραχυχρόνιες μισθώσεις, καθώς σε αυτά τα επίπεδα υπολογίζεται η ζήτηση για ακίνητα τύπου Airbnb, κυρίως για τις ανάγκες των αυξημένων τουριστικών ρευμάτων. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα έλλειμα προσφοράς έναντι ζήτησης κατά περίπου 212.000 κατοικίες που έχει δημιουργήσει αυτήν την αύξηση των τιμών κατοικιών. Μάλιστα, δεδομένου του μεγέθους του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, εκτιμάται ότι οι ρυθμοί αύξησης των τιμών των κατοικιών αναμένεται να μετριαστούν στο μέλλον, αλλά όχι να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο.
«Ρωγμές» στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας Πειραιώς, η επίπτωση της μακράς οικονομικής κρίσης στον κλάδο των οικιστικών ακινήτων υπήρξε τεράστια: μέσα σε μόλις δώδεκα χρόνια ο συνδυασμός των μειωμένων εισοδημάτων των Ελλήνων και της υπερφορολόγησης των ακινήτων οδήγησε σε μείωση της ιδιοκατοίκησης κατά 4,4%, από το 77,2% το 2010 στο 72,8% το 2022, ενώ οι επενδύσεις σε οικιστικά ακίνητα ως ποσοστό του ΑΕΠ, που είχαν κορυφωθεί το 2007, όταν αντιπροσώπευαν σχεδόν το 11% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, κατρακύλησαν κάτω από το 1% μεταξύ 2015 και 2019, ενώ έκτοτε ανακάμπτουν αργά και σταθερά, φτάνοντας το 2022 στο 1,6% του ΑΕΠ.
Αντίστοιχα, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα έφτασαν στο peak τους το 2007 και κατρακύλησαν απότομα μεταξύ 2008 και 2017 (-42%), προτού αρχίσουν να ανακάμπτουν. Ωστόσο, παρότι για την ώρα η αγορά ακινήτων φαίνεται να βρίσκεται στο σημείο του οικονομικού κύκλου όπου οι δυνητικοί αγοραστές είναι ακόμα διατεθειμένοι να αποδεχθούν τις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις των πωλητών, διαπιστώνονται σημάδια κόπωσης που, σύμφωνα με τη μελέτη, μας προετοιμάζουν για την είσοδο στην επόμενη φάση του κύκλου, όπου οι υψηλότερες τιμές θα συνοδεύονται από πτώση των συναλλαγών/αγοροπωλησιών. Φαίνεται, δηλαδή, ότι παρατηρούμε τις πρώτες «ρωγμές» στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, με το πρόσφατο ράλι των τιμών των κατοικιών να εγείρει τον κίνδυνο «παράλογου πληθωρισμού» από την πλευρά των κατασκευαστών, καθώς οι βραχυπρόθεσμες προσδοκίες από την πλευρά των κατασκευαστών συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ οι πραγματικές τιμές αρχίζουν να επιβραδύνουν.
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter Build