Ο φωτισμός στους εργασιακούς χώρους είναι καθοριστικός για την ευεξία και την παραγωγικότητα των εργαζομένων.Η σωστή διαχείριση του φωτισμού, με τεχνολογίες που εναρμονίζονται με τις ανθρώπινες ανάγκες και συμμορφώνονται με τη νομοθεσία και τα πρότυπα, είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία και την εργασιακή απόδοση. Στους σύγχρονους χώρους εργασίας, ο τεχνητός φωτισμός είναι απαραίτητος, ιδιαίτερα όπου η φυσική πρόσβαση στο φως είναι περιορισμένη. Ωστόσο, η κακή σχεδίαση ή η ακατάλληλη τεχνολογία μπορούν να έχουν αρνητικές συνέπειες.
Η υπερβολική έκθεση σε έντονο φως και η χρήση συστημάτων που παρουσιάζουν φωτεινή μαρμαρυγή (flicker) μπορεί να προκαλέσει ξηροφθαλμία, οπτική κόπωση, πονοκεφάλους και μείωση της συγκέντρωσης.
Επιπλέον, ο φωτισμός επηρεάζει τον κιρκάδιο ρυθμό, οδηγώντας σε προβλήματα ύπνου, αίσθηση κόπωσης και αυξημένο κίνδυνο χρόνιων νοσημάτων. Μελέτες σε άλλα έμβια όντα έχουν συνδέσει τις επιδράσεις αυτές και με την εμφάνιση καρκίνων, χωρίς όμως να έχει αποδειχτεί κάτι τέτοιο για τον άνθρωπο. Παράλληλα, η ανεπαρκής ή κακή ποιότητα φωτισμού μπορεί να επιβαρύνει ψυχολογικά τους εργαζόμενους, ενισχύοντας το στρες και τα συναισθήματα ανησυχίας, ενώ έρευνες συνδέουν την ποιότητα του φωτισμού με την παραγωγικότητα, την απόδοση και τη συγκέντρωση.
Οι ανάγκες φωτισμού διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία, τη φύση της εργασίας και την ευελιξία χειρισμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του προτύπου EN12464, καθορίζει απαιτήσεις φωτισμού για εσωτερικούς χώρους εργασίας, προσδιορίζοντας τα επίπεδα φωτισμού και τις προϋποθέσεις για οπτική άνεση και ενεργειακή αποδοτικότητα.
Αντίστοιχα, η οδηγία για την ενεργειακή απόδοση (EPBD) περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές για την ενεργειακή αποδοτικότητα των συστημάτων φωτισμού, ενώ οι κανονισμοί για την υγεία και ασφάλεια προωθούν την αποφυγή κινδύνων από τον κακό φωτισμό.
Στο ίδιο μήκος κύματος λειτουργούν και τα συστήματα πιστοποίησης κτιρίων, όπως το LEED και το WELL.
Στο πρότυπο LEED, ο φωτισμός αξιολογείται βάσει της ενεργειακής απόδοσης, της χρήσης φυσικού φωτισμού και της δυνατότητας ελέγχου από τους χρήστες. Το WELL, από την άλλη, εστιάζει περισσότερο στις επιπτώσεις του φωτισμού στην υγεία, προωθώντας την υποστήριξη του κιρκάδιου ρυθμού μέσω κατάλληλης θερμοκρασίας χρώματος και έντασης φωτός, την αποφυγή της λάμψης (glare) και τη βελτίωση της οπτικής άνεσης. Αμφότερα τα συστήματα δίνουν έμφαση στον ανθρωποκεντρικό φωτισμό, ο οποίος και εστιάζει στις ανάγκες και τη φυσιολογία του ανθρώπου σε σχέση με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες εξωτερικές συνθήκες.
Τα προβλήματα στον φωτισμό γραφείων στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, οι περισσότεροι γραφειακοί χώροι έχουν προβλήματα φωτισμού για τέσσερις λόγους: οι τεχνολογίες είναι ξεπερασμένες, υπάρχει υπερδιαστασιολόγηση για εμπορικό όφελος, έχει αλλάξει η χρήση των χώρων χωρίς αναπροσαρμογή του φωτισμού ή έχουν κατασκευαστεί χωρίς μελέτη φωτισμού. Το τελευταίο είναι και το πιο σοβαρό, καθώς συχνά οι μελέτες εκπονούνται από επαγγελματίες χωρίς επαρκείς γνώσεις, λόγω ελλιπούς εκπαίδευσης στα ΑΕΙ και περιορισμένων μεταπτυχιακών προγραμμάτων στον τομέα του φωτισμού. Το αποτέλεσμα είναι ένας μικρός αριθμός επαγγελματιών φωτισμού με τις απαραίτητες γνώσεις και ένας μεγάλος αριθμός επαγγελματιών που έχουν δικαίωμα υπογραφής μελετών φωτισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η βασικότερη παράμετρος όλων όμως είναι η πρόσβαση σε φυσικό φως.
Τα ανοίγματα, οι ανοιχτοί χώροι και οι σωστά σχεδιασμένες ανακλαστικές επιφάνειες μπορούν να αξιοποιήσουν το ηλιακό φως μετριάζοντας τυχόν προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει ο ακατάλληλος τεχνητός φωτισμός, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν τις ενεργειακές ανάγκες. Ολοκληρώνοντας, η βελτίωση του φωτισμού στους εργασιακούς χώρους δεν αποτελεί απλώς μια επιλογή για καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά μια αναγκαία επένδυση που ενισχύει την υγεία, την ευεξία και την απόδοση των εργαζομένων. Παράλληλα, συμβάλλει στη δημιουργία περιβαλλόντων που προάγουν τη βιωσιμότητα, την εργονομία και τη συμμόρφωση με τα διεθνή πρότυπα, προσφέροντας μακροπρόθεσμα οφέλη τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τους οργανισμούς.