Ο αντιπυρικός σχεδιασμός σχετίζεται τόσο με τα μετρά ενεργητικής και παθητικής προστασίας ενός κτιρίου, όσο και με τη σωστή εκπαίδευση των πολιτών στην ορθή αντιμετώπιση των πυρκαγιών.
Ηπροστασία των κτιριακών υποδομών και κυρίως των πολιτών από φαινόμενα πυρκαγιάς είναι ένα κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τη χώρα μας κατά τους θερινούς μήνες. Για την αντιμετώπισή του, έχει θεσπιστεί ισχυρό κανονιστικό πλαίσιο, που ορίζει τις προδιαγραφές πυροπροστασίας των νεόδμητών κατασκευών, ενώ έχουν εκσυγχρονιστεί τα μέτρα παθητικής και ενεργητικής πυροπροστασίας. Ωστόσο, πολλές φορές δεν τηρούνται ευλαβικά οι διατάξεις των νόμων, ούτε λαμβάνονται τα δέοντα προληπτικά μέτρα προστασίας, με αποτέλεσμα να τίθενται σε κίνδυνο χιλιάδες ανθρώπινες ζωές κάθε χρόνο. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η παράνομη δόμηση και ο πρόχειρος ρυμοτομικός σχεδιασμός που συναντάται σε πολλές πόλεις της Ελλάδος, ο οποίος εμποδίζει την ελεύθερη διέλευση των πυροσβεστικών οχημάτων και την ασφαλή διαφυγή των κατοίκων σε περίπτωση κινδύνου. Στο παρόν αφιέρωμα θα αναλύσουμε ποια είναι τα συνηθέστερα λάθη που γίνονται στον σχεδιασμό, καθώς και τα αποτελεσματικότερα μέτρα πυρασφάλειας για τις κατοικίες και τα βιομηχανικά κτίρια.
Λάθη στον αντιπυρικό σχεδιασμό
Βασικό αίτιο το οποίο οδηγεί στη δημιουργία ανεπιθύμητων πυρκαγιών είναι ο ελλιπής αντιπυρικός σχεδιασμός των κτιρίων. Συχνά, στις κατασκευές χρησιμοποιούνται υλικά τα οποία δεν είναι επαρκώς ανθεκτικά στη φωτιά, με συνέπεια να διαδίδουν την πυρκαγιά με γρήγορο ρυθμό. Επιπλέον, πολλές φορές εντοπίζεται απουσία πλήρους εξοπλισμού κατάσβεσης -ιδιαίτερα σε κατοικίες- ή δεν γίνεται σωστή συντήρηση και επίβλεψη των σχετικών υποδομών. Αναλυτικότερα, η Σάρρα Γ. Κωστάλα, Διευθύντρια Κλάδου Πολιτικής & Συστημάτων Ασφαλείας της ΔΕΗ αναφέρει πως «ένα από τα συχνότερα λάθη που εντοπίζονται στον αντιπυρικό σχεδιασμό των κτιρίων είναι η ελλιπής χρήση αντιπυρικών – βραδυφλεγών υλικών κατά την κατασκευή του κτιρίου, τα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνονται στη φάση σχεδιασμού του, αλλά και να ελέγχεται η ποιότητά τους κατά την τοποθέτησή τους. Μία ακόμη συνήθης αστοχία αποτελεί η πλημμελής κάλυψη των κτιρίων με κατασβεστικά μέσα. Ιδιαίτερα σε τμήματα των κτιρίων που είναι υψηλού κινδύνου (όπως data rooms, μηχανοστάσια, λεβητοστάσια κτλ.) θα πρέπει να τοποθετείται ένα βασικό σύστημα κατάσβεσης μαζί με ένα εφεδρικό σε περίπτωση δυσλειτουργίας – αστοχίας του πρώτου. Τέλος, απαραίτητοι είναι οι περιοδικοί έλεγχοι και η συντήρηση του κάθε συστήματος κατάσβεσης. Είτε πρόκειται για κινητά μέσα κατάσβεσης (πυροσβεστήρες) είτε για συστήματα μόνιμα τοποθετημένα, θα πρέπει να γίνεται η συντήρηση αυτών εντός του προκαθορισμένου διαστήματος από τον κατασκευαστή».
Με τη σειρά του, ο Μιχαήλ Χάλαρης, Υποστράτηγος Π.Σ, Καθηγητής της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος, υποστηρίζει ότι «ορισμένα λάθη που συναντώνται στον σχεδιασμό πυροπροστασίας των κτιρίων είναι η μη συμμόρφωση με τον κανονισμό πυροπροστασίας των κτιρίων, τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς (ΕΚ) και τα πρότυπα, με αποτέλεσμα τα κτίρια να μην τηρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις πυροπροστασίας, όπως ορίζονται από τους κανονισμούς, η ανεπαρκής κατασκευή πυροδιαμερισμάτων, με συνέπεια την απουσία πυράντοχων τοίχων και πορτών, που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την εξάπλωση της φωτιάς και του καπνού σε όλο το κτίριο, και η υποδιαστασιολόγηση των συστημάτων πυροπροστασίας, που περιλαμβάνει τα μέσα ενεργητικής πυροπροστασίας, τα συστήματα καταιονισμού, τα συστήματα πυρόσβεσης και τους πυράντοχους τοίχους. Επίσης, η ακατάλληλη τοποθέτηση των μέσων ενεργητικής πυροπροστασίας, όπως κεφαλές καταιονισμού που εμποδίζονται ή δεν έχουν σωστή στόχευση, καθιστώντας τις λιγότερο αποτελεσματικές στην κατάσβεση πυρκαγιών, η έλλειψη πυραντίστασης με τη μη σωστή σφράγιση των ανοιγμάτων γύρω από σωλήνες, αγωγούς και ηλεκτρικές σωληνώσεις, γεγονός που μπορεί να επιτρέψει την ταχεία εξάπλωση της φωτιάς και του καπνού, και η μη συστηματική δοκιμή και συντήρηση των συστημάτων πυροπροστασίας για ενδεχόμενες δυσλειτουργίες, μπορούν να αποτελέσουν βασικές αιτίες σφοδρής πυρκαγιάς. Είναι σημαντικό για τους ιδιοκτήτες και τους μηχανικούς να κατανοούν και να τηρούν τις απαιτήσεις πυροπροστασίας, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια των πολιτών και των υποδομών».
«Τα πιο συνηθισμένα λάθη που γίνονται στον αντιπυρικό σχεδιασμό των κτιρίων εντοπίζονται στην παθητική πυροπροστασία, σημαντικά στοιχεία της οποίας καθορίζονται κατά το σχεδιασμό των κτιρίων. Πρέπει πρώτα να καθοριστεί σωστά ο θεωρητικός πληθυσμός και οι οδεύσεις διαφυγής, ώστε να σχεδιαστεί ο κατάλληλος δείκτης πυραντίστασης στις τοιχοποιίες τόσο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό του κτιρίου. Ο κακός σχεδιασμός μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα και η διόρθωσή τους σε δεύτερο χρόνο για να αποκτήσουν στοιχεία του κτιρίου τον κατάλληλο δείκτη πυραντίστασης, είναι συνήθως πολυέξοδη υπόθεση, ενώ όταν γίνεται από το στάδιο του σχεδιασμού, το όποιο κόστος για σωστά πυροπροστατευμένο κτίριο είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Όταν υπάρχει αντιπυρικός σχεδιασμός στα κτίρια, που να λαμβάνει υπόψη του τον ισχύοντα Κανονισμό Πυροπροστασίας, αλλά και το πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, τα όποια λάθη ενδεχομένως υπάρξουν, γίνονται γνωστά στο σχεδιαστή και στον ιδιοκτήτη του κτιρίου και μπορούν να αντιμετωπιστούν» σημειώνει ο Γιάννης Κοντούλης, Πρόεδρος ΔΣ του ΕΛΙΠΥΚΑ και Γενικός Διευθυντής της Knauf Insulation.
«Με δεδομένο το ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, τα λάθη που εντοπίζονται στον σχεδιασμό των κτiρίων ουσιαστικά υφίστανται στην λανθασμένη επιλογή των μέτρων, μέσων και συστημάτων πυροπροστασίας, η οποία μπορεί να οφείλεται σε επιλογές που σχετίζονται με το κόστος εγκατάστασης και εφαρμογής, την έλλειψη γνώσης των σύγχρονων τεχνολογιών, καθώς και τον σχεδιασμό των κτιρίων με τις ελάχιστες απαιτήσεις του νόμου. Πλέον των παραπάνω, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ένας μεγάλος αριθμός κτιρίων είναι κατασκευασμένος, πριν την εφαρμογή του Π. Δ. 71/88 του Κανονισμού Πυροπροστασίας Κτιρίων, με αποτέλεσμα να μην έχουν μέτρα παθητικής πυροπροστασίας με κυριότερες ελλείψεις στην πυροδιαμερισματοποίηση και την απουσία εναλλακτικής τελικής εξόδου κινδύνου και δεύτερου κλιμακοστασίου» υπογραμμίζει ο Νίκος Διαμαντής Αντιστράτηγος – Υπαρχηγός Π.Σ. και Νομικός Δικαστικός Πραγματογνώμονας και συμπληρώνει: «Τέλος πρέπει να προβλεφθούν και να σχεδιασθούν μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων από πυρκαγιές ηλεκτρικών οχημάτων, ιδιαίτερα στους υπόγειους χώρους στάθμευσης, καθόσον παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία στην κατάσβεσή τους, όταν αυτή προέρχεται ή έχει επεκταθεί στον χώρο των μπαταριών και παράλληλα τα παράγωγά της είναι επικίνδυνα για την υγεία των ανθρώπων».
Ενίσχυση του πολεοδομικού σχεδιασμού
Η Σ. Κωστάλα τονίζει ότι «η ενίσχυση του πολεοδομικού σχεδιασμού έναντι των αστικών πυρκαγιών θα μπορούσε να κινηθεί γύρω από τρεις βασικούς άξονες στις σύγχρονες πόλεις. Αρχικά, πρέπει να υπάρχουν φυσικές αντιπυρικές ζώνες. Σε περιοχές με νέο χωροταξικό σχεδιασμό πρέπει να περιλαμβάνονται κανόνες που θα επιβάλλουν να αφήνονται αποστάσεις μεταξύ των κτιρίων, τέτοιες που θα αποτρέπουν την εύκολη μετάδοση της πυρκαγιάς από κτίριο σε κτίριο. Επίσης, σε πόλεις κορεσμένες πολεοδομικά θα πρέπει να αυξηθεί η υποδομή κατάσβεσης έκτακτης ανάγκης (πυροσβεστικοί κρουνοί, δεξαμενές ύδατος κτλ), καθώς και ο βαθμός ενημέρωσης των πολιτών σχετικά με τα ασφαλή σημεία συγκέντρωσης και τις εξόδους διαφυγής. Τέλος, θα πρέπει να αυξηθεί η ταχύτητα ανταπόκρισης των υπεύθυνων για κατάσβεση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ενσωμάτωση στον αστικό ιστό έξυπνων συστημάτων ενημέρωσης όπως: ειδικά κομβία ειδοποίησης έκτακτης ανάγκης, τοποθετημένα σε στύλους με γνωστές συντεταγμένες ή/και διασύνδεση, μέσω application, των αρμόδιων αρχών για την κατάσβεση με τους πολίτες, οι οποίοι θα μπορούν να στέλνουν σε πραγματικό χρόνο την εικόνα και την τοποθεσία της πυρκαγιάς».
«Η ανθεκτικότητα των κτιρίων και των υποδομών γενικότερα, επιτυγχάνεται με αυστηρή τήρηση του ισχύοντος Κανονισμού Πυροπροστασίας Κτιρίων, αλλά και με τον υπό έγκριση Κανονισμό Πυροπροστασίας ακινήτων εντός ή πλησίον δασικών εκτάσεων. Αρχίζοντας από τα απλούστερα μέτρα, επιβάλλεται η τήρηση των ελάχιστων απαιτήσεων για την εξωτερική μετάδοση της φωτιάς, η εφαρμογή των απαιτούμενων Ευρωκλάσεων για τα ηλεκτρικά καλώδια, αλλά και ο χαρακτηρισμός των επικίνδυνων χώρων είτε μέσα στο κτίριο, είτε σε μία ευρύτερη περιοχή. Υπάρχουν και άλλα μέτρα για την ενίσχυση της συμπεριφοράς των κτιρίων, όπως η δημιουργία πυροφραγών με άκαυστα υλικά που θα είναι σε θέση να καθυστερήσουν την ανάπτυξης της φωτιάς. Είναι προφανές, ότι τα δημόσια κτίρια με μεγάλη συνάθροιση κόσμου χρειάζονται αυξημένα μέτρα πυροπροστασίας. Επίσης, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις πολύ ψηλές κατασκευές (πάνω από 23 μέτρα), όπου η ενίσχυση της πυραντοχής τους θα πρέπει να είναι τόσο εσωτερικά (οδεύσεις διαφυγής), όσο και εξωτερικά στο περίβλημα του κτιρίου» εξηγεί ο Γ. Κοντούλης.
Ακολούθως, ο Μ. Χάλαρης επισημαίνει πως «η χρήση πυράντοχων δομικών υλικών, όπως ο χάλυβας και το σκυρόδεμα, μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη της εξάπλωσης της πυρκαγιάς, ενώ ο σωστός έλεγχος ότι οι τοίχοι, οι πόρτες και τα χωρίσματα με πυράντοχη προστασία είναι κατάλληλα εγκατεστημένα, μπορεί να εμποδίσει τη διάδοση της φωτιάς από τη μία περιοχή του κτιρίου στην άλλη. Επιπλέον, απαραίτητη είναι η εγκατάσταση μέσων ενεργητικής πυροπροστασίας, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στον έλεγχο της εξάπλωσης της πυρκαγιάς και να παρέχουν έγκαιρη προειδοποίηση, καθώς και η ύπαρξη επαρκών διόδων διαφυγής, όπως έξοδοι κινδύνου και κλιμακοστάσια. Επιπλέον, η τακτική συντήρηση και ο έλεγχος των συστημάτων πυροπροστασίας διασφαλίζει τη σωστή λειτουργία τους σε περίπτωση ανάγκης, ενώ η σωστή εκπαίδευση των κατοίκων ενός κτιρίου σε ζητήματα πυροπροστασίας, συντελεί στο να γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν σε περίπτωση φωτιάς. Σημαντική είναι και η συμμόρφωση με τον κανονισμό πυροπροστασίας των κτιρίων, τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς (ΕΚ) και τα πρότυπα, που θέτουν τις ελάχιστες απαιτήσεις για την πυροπροστασία των κτιρίων».
Στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις υπάρχουν αρκετές αστοχίες στον σχεδιασμό, που εμποδίζουν το έργο κατάσβεσης. Πιο συγκεκριμένα, ο Ν. Διαμαντής δηλώνει ότι «η πυροπροστασία και η πολιτική προστασία δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πόλεις μας:
Κατασκευάζονται πεζόδρομοι που απαγορεύουν ή δυσκολεύουν την πρόσβαση πυροσβεστικών οχημάτων
Έχουμε δρόμους με πολυώροφα κτίρια, που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν την πρόσβαση και την ανάπτυξη κλιμακοφόρων πυροσβεστικών οχημάτων
Δεν υπάρχουν ανοικτοί υπαίθριοι χώροι να φιλοξενήσουν με ασφάλεια τους κατοίκους σε περίπτωση εκκένωσης
Η μίξη ζωνών χρήσης στο αστικό περιβάλλον (βιοτεχνίες – βιομηχανίες με κατοικίες κλπ) δημιουργεί τεράστια έκθεση του πληθυσμού σε βιοτεχνικά ατυχήματα και λοιπά συμβάντα. Παρόμοια είναι και η κατάσταση στις περιοχές μίξης ζωνών αστικού – οικιστικού περιβάλλοντος με δασικό περιβάλλον. Δεν λαμβάνονται μέτρα προστασίας των κτιρίων, αντιπυρικός σχεδιασμός, σωστή επιλογή των κατάλληλων δομικών υλικών και εγκατάσταση μέτρων πυροπροστασίας, ενώ δεν υπάρχουν κατάλληλα δίκτυα υποδομών, τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για τη διαχείριση, αντιμετώπιση, εκκένωση και απομάκρυνση των πολιτών σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, ιδίως σε δασικές πυρκαγιές».
Συστήματα πυροπροστασίας για κατοικίες και βιομηχανικές εγκαταστάσεις
«Για τις κατοικίες, η τεχνολογία προσφέρει πλέον ενδιαφέρουσες εφαρμογές όπως είναι η χρήση φορητών πυροσβεστήρων και αντιπυρικών κουβερτών, η τοποθέτηση αυτόματων συστημάτων ολικής κατάκλισης και η εγκατάσταση ενσύρματης ή ασύρματης πυρανίχνευσης σε χώρους υψηλής επικινδυνότητας, όπως είναι η κουζίνα και οι Η/Μ χώροι των πολυκατοικιών. Υπάρχουν πλέον λύσεις για τον καθορισμό δρομολογίου διαφυγής του πληθυσμού σε μεγάλους χώρους συγκέντρωσης, καθώς και εντοπισμού και καταμέτρησής του» διευκρινίζει ο Ν. Διαμαντής και προσθέτει πως «στα βιομηχανικά κτίρια ο σχεδιασμός θα πρέπει να στηρίζεται σε παραδοχές που έχουν σχέση με την πραγματική κατάσταση για την οποία σχεδιάζουμε.
Θα πρέπει να υπάρχει Σχέδιο Εκτάκτων Αναγκών για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση καταστάσεων που είναι πιθανόν να επιφέρουν μια καταστροφή.
Ο σχεδιασμός πρέπει να καλύπτει και συμβάντα πλέον της πυρκαγιάς, όπως είναι ο σεισμός, η πλημμύρα, τα βιομηχανικά ατυχήματα, οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι βανδαλισμοί.
Επιπλέον, θα πρέπει να ορίζονται υπεύθυνοι για τη διαχείριση των παραπάνω καταστάσεων, να υπάρχει ειδική ομάδα πυροπροστασίας και να γίνεται τακτική εκπαίδευση των υπευθύνων και των εργαζομένων με παράλληλη διενέργεια ασκήσεων».
Με τη σειρά του, ο Γ. Κοντούλης υποστηρίζει πως «ο σωστός σχεδιασμός των κτιρίων τόσο από δομική πλευρά, όσο και από τη σκοπιά της ενεργητικής πυροπροστασίας με συστήματα ασφαλείας και πυρανίχνευσης, αποτελεί το κλειδί για την θωράκιση κάθε τύπου κατασκευής από τα φαινόμενα πυρκαγιάς. Στον Κανονισμό Πυροπροστασίας, αλλά και στις Πυροσβεστικές Διατάξεις, υποδεικνύονται τα απαραίτητα από το νόμο συστήματα.
Ο Κανονισμός Πυροπροστασίας, οι Πυροσβεστικές Διατάξεις και άλλα σχετικά έγγραφα βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Πυροπροστασίας Κατασκευών (ΕΛΙΠΥΚΑ), στο τμήμα για την Ελληνική Νομοθεσία Πυροπροστασίας. Επιπρόσθετα, υπάρχει σύνδεσμος για τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδέσμων Πυροπροστασίας, με επιπρόσθετες προδιαγραφές, ανεξάρτητες από τους κρατικούς κανονισμούς, που είναι και το ελάχιστο απαιτούμενο για την κάθε χώρα».
«Υπάρχουν διάφορα συστήματα τα οποία είναι κατάλληλα τόσο για την έγκαιρη ειδοποίηση όσο και για την κατάσβεση μιας πυρκαγιάς που θα εκδηλωθεί. Πέρα από τα παραδοσιακά συστήματα ανίχνευσης καπνού, τα οποία είναι ευρέως διαδεδομένα τόσο για κατοικίες όσο και για βιομηχανικά κτίρια, τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιαστεί και νέα «έξυπνα» συστήματα με πολύ καλά αποτελέσματα. Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε τις κάμερες ασφαλείας με αλγόριθμους video analytics, οι οποίοι μπορούν να ανιχνεύσουν την ύπαρξη φωτιάς και να δώσουν τον σχετικό συναγερμό, και οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε είδος κτιρίου. Επίσης, υπάρχουν εξελιγμένοι ανιχνευτές φλόγας και θερμικές κάμερες, οι οποίες συστήνονται για χρήση σε βιομηχανικά κτίρια που η ανίχνευση της φωτιάς είναι κρίσιμο να επιτευχθεί άμεσα στα πρώτα 1-2 λεπτά εκδήλωσής της» υπογραμμίζει η Σ. Κωστάλα.
«Ο τύπος των συστημάτων πυρασφάλειας που είναι κατάλληλος για οικιστικά και βιομηχανικά κτίρια εξαρτάται από το μέγεθος, τη χρήση και τον αριθμό των ατόμων που δραστηριοποιούνται εντός του κτιρίου. Για κτίρια κατοικιών συνήθως χρησιμοποιούνται ανιχνευτές καπνού οι οποίοι παρέχουν έγκαιρη προειδοποίηση για πυρκαγιά, συστήματα καταιονισμού που ελέγχουν την εξάπλωση της πυρκαγιάς και συχνά απαιτούνται σε μεγάλα κτίρια κατοικιών και οι φορητοί πυροσβεστήρες, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την καταστολή μικρών πυρκαγιών.
Για τα βιομηχανικά κτίρια είναι συνήθως κατάλληλα τα Συστήματα ανίχνευσης πυρκαγιάς, που παρέχουν έγκαιρη προειδοποίηση και μπορούν να συνδεθούν με την τοπική πυροσβεστική υπηρεσία, ο φωτισμός έκτακτης ανάγκης ο οποίος διευκολύνει την εκκένωση του κτιρίου σε περίπτωση διακοπής ρεύματος και τα συστήματα καταιονισμού, καιρίως σε χώρους όπου αποθηκεύονται εύφλεκτα υλικά. Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούν εξειδικευμένους παράγοντες, όπως ΒΟΝPET, για την καταστολή πυρκαγιών σε συγκεκριμένους χώρους, όπως αίθουσες διακομιστών και ηλεκτρικά δωμάτια» σημειώνει ο Μ. Χάλαρης.