Η δραματική μείωση, κατά την τελευταία δεκαπενταετία της κρίσης, της ανοικοδόμησης αλλά και της ανακαίνισης των πεπαλαιωμένων κατοικιών, η έλλειψη οποιασδήποτε προστασίας των ιδιοκτητών κατοικιών από αφερέγγυους ενοικιαστές, κυρίως όμως οι εξαιρετικά υψηλοί ισχύοντες φορολογικοί συντελεστές έως και 45%, για τα μισθώματα που σε συνδυασμό και με τον ΕΝΦΙΑ, έχουν κυριολεκτικά δημευτικό χαρακτήρα.
Οδηγούν στην πλήρη αποθάρρυνση των εκμισθωτών ακινήτων να διαθέτουν κατοικίες για εκμίσθωση κύριας κατοικίας, κάτι που καταλήγει τελικά σε βάρος των ενοικιαστών κατοικίας.

Έτσι, πολλές δεκάδες χιλιάδες κατοικίες στις μεγάλες πόλεις της χώρας μας παραμένουν κενές, λόγω της ανάγκης δαπανηρής ανακαίνισής τους αλλά κυρίως της ισχύουσας βαρύτατης φορολογικής επιβάρυνσης επί των μισθωμάτων, η οποία καθιστά άνευ αντικειμένου κάθε σχετική επένδυση και δραστηριότητα και με πιθανό κίνδυνο της εν συνεχεία εκμίσθωσής τους προς αφερέγγυους ενοικιαστές.
«Μόνη λύση, η αύξηση της προσφοράς»

Το πρόβλημα της ενοικιαζόμενης στέγης κατοικίας δεν λύνεται παρά μόνον με αύξηση της προσφοράς κατοικιών στην αγορά για μίσθωσή τους, είτε από τους ιδιώτες είτε από κάθε είδους επενδυτές, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Γι’ αυτό, τα μέτρα που προτείνουμε για να αυξηθεί η προσφορά κατοικιών από τον ιδιωτικό τομέα είναι τα εξής:
1. Τριετής φορολογική απαλλαγή από τον αντίστοιχο φόρο εισοδήματος, όσων ιδιοκτητών κατοικιών, τις εκμισθώσουν ως κύρια κατοικία, για μια τουλάχιστον τριετία, εφόσον οι κατοικίες αυτές ήταν κενές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 ή έχουν διατεθεί για βραχυχρόνια μίσθωση. Η μεταβατική αυτή φορολογική παρέμβαση, χωρίς να δημιουργήσει δημοσιονομικό πρόβλημα στο Υπουργείο Οικονομικών, αφού θα αφορά σε μελλοντικές μισθώσεις και όχι στις υφιστάμενες, θα φέρει άμεσα στην αγορά των μισθώσεων κύριας κατοικίας δεκάδες χιλιάδες σπίτια, απόλυτα αναγκαία μέχρι να αποδώσουν τα άλλα θετικά αλλά μακροπρόθεσμα κυβερνητικά μέτρα, μέχρι τώρα αδιάθετα, ή παλαιά που θα ανακαινιστούν άμεσα, αλλά κάποια ανακαινισμένα που έχουν διατεθεί, χωρίς επιτυχία, στη βραχυχρόνια μίσθωση.
2. Καταβολή των επιδομάτων στέγασης (κύριας κατοικίας και φοιτητικού) απ’ ευθείας στους εκμισθωτές-ιδιοκτήτες, οι οποίοι είναι και οι πραγματικοί δικαιούχοι του, όπως προβλεπόταν από την αρχική θέσπιση του επιδόματος αυτού και όχι στους ενοικιαστές που κάποιοι τα διαθέσουν για αλλότριους σκοπούς και όχι για τη στέγασή τους.
3. Άμεση έναρξη και διεύρυνση κριτηρίων του προγράμματος επιδότησης ιδιοκτητών κενών κατοικιών «Ανακαινίζω-Ενοικιάζω», έτσι ώστε δεκάδες χιλιάδες ανακαινισμένα διαμερίσματα να διατεθούν υποχρεωτικά σε ενοικιαστές κύριας κατοικίας.
4. Επιδότηση στα προγράμματα «Εξοικονομώ» των ενοικιαζόμενων ή προς εκμίσθωση κενών κατοικιών με τους ίδιους όρους προς τα ιδιοκατοικούμενα, δεδομένου ότι η σημερινή διάκριση σε βάρος τους με χαμηλότερα ποσοστά επιδότησης, λειτουργεί τελικά σε βάρος των ενοικιαστών.
5. Φορολογική επιδότηση του κόστους των εργασιών αλλά και των υλικών ενεργειακής και λειτουργικής αναβάθμισης των υπαρχουσών ενοικιαζόμενων κατοικιών, χωρίς περιουσιακά ή εισοδηματικά κριτήρια, σε συνδυασμό με την εν συνεχεία υποχρεωτική εκμίσθωσή τους ως κύρια κατοικία, εφόσον δηλαδή θα διατεθούν αποκλειστικά για χρήση τους ως κύρια κατοικία ενοικιαστών και όχι άλλες χρήσεις (ιδιοκατοίκηση, επαγγελματική, βραχυχρόνια ή εξοχική κατοικία).

Όσοι, ωστόσο, προτείνουν ως λύση να ληφθούν ενοικιοστασιακά μέτρα τύπου αναγκαστικής παράτασης των μισθώσεων, πολυετούς διάρκειας των νέων ή ελέγχου ενοικίων, δυστυχώς δεν αντιλαμβάνονται ότι τέτοια μέτρα θα οξύνουν περαιτέρω το πρόβλημα, οδηγώντας σε πλήρες αδιέξοδο και «κλείσιμο» τη σχετική αγορά.

Εάν, λοιπόν, θέλουμε να επιλύσουμε το πρόβλημα των ενοικιαστών, ο μόνος τρόπος είναι να δημιουργήσουμε συνθήκες να αυξηθούν οι εκμισθωτές και τα διαθέσιμα σπίτια στην αγορά. Κάθε άλλο μέτρο από αυτά που άκριτα προτείνονται, θα έχει τελικά ως πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του τους ίδιους τους ενοικιαστές και ιδιαίτερα τη νέα γενιά τους…