Υπερδόμηση. Είναι, τα τελευταία λίγα χρόνια, η πραγματικότητα στις Κυκλάδες και ολοένα πληθαίνουν οι φωνές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την εξαιτίας της απότομη αλλοίωση του τόσο ιδιαίτερου χαρακτήρα αυτού του τόπου.

Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που η Europa Nostra και το Ινστιτούτο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ενέταξαν τρία αιγαιοπελαγίτικα νησιά, τη Σέριφο, τη Φολέγανδρο και τη Σίφνο, στα επτά πιο απειλούμενα μνημεία και τόπους πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ευρώπη για το 2024…

Η αρχιτεκτονική των Κυκλάδων είναι ένα από τα κομμάτια της ψυχής τους που, το δίχως άλλο, έχει επηρεαστεί από την κατακόρυφη αύξηση της οικοδόμησης. Στοιχεία ξένα προς το αρχιτεκτονικό ύφος, τις δομές, τις νόρμες, που χαρακτηρίζουν τα Κυκλαδονήσια, έχουν κάνει πλέον την εμφάνισή τους όσο τα κτίρια αυξάνονται και πληθύνονται σε αυτά.

Είναι, βέβαια, εγγενές χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής να μεταβάλλεται, να αφομοιώνει νέα δεδομένα, να εξελίσσεται – όμως, στις Κυκλάδες, αυτή η διαδικασία γίνεται με σεβασμό στο υφιστάμενο τοπικό αρχιτεκτονικό και αστικό τοπίο;

Πώς επηρεάζουν την κατάσταση οι νόμοι και οι κανονισμοί του κράτους αλλά και οι επιθυμίες των ιδιοκτητών; Ποιος είναι ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν σε αυτό το σκηνικό οι κατά τόπους ελεγκτικοί αρχιτεκτονικοί φορείς;

Για να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά (και σε πολλά ακόμη), το Construction επικοινώνησε με τρεις εκπροσώπους του αρχιτεκτονικού κόσμου των Κυκλάδων. Μίλησε, συγκεκριμένα, με τον Μηνά Μπουγιούρη, Πρόεδρο του Συλλόγου Μελετητών-Μηχανικών του νομού Κυκλάδων, τον Χρυσόστομο Κυπριτζή, Πρόεδρο του Συλλόγου Μηχανικών της Νάξου και τον Τάσο Κονοπισόπουλο, Πρόεδρο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών της Πάρου και της Αντιπάρου.

Αίτια της υπερδόμησης στις Κυκλάδες
Λόγω του κάλλους τους, οι Κυκλάδες δικαίως έχουν διαφημιστεί πάρα πολύ και αποτελούν πόλο έλξης πολλών τουριστών τα τελευταία χρόνια. «Από το 2013 μέχρι σήμερα έχουν, ουσιαστικά, διπλασιαστεί οι επισκέπτες και οι τουρίστες στις Κυκλάδες. Αυτός ο υπερτουρισμός ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την αύξηση της οικοδόμησης, όμως λειτουργεί αντιστρόφως», τονίζει ο Χ. Κυπριτζής.

Από την πλευρά του, ο Μ. Μπουγιούρης λέει: «Οι ρίζες της υπερδόμησης στα νησιά δεν είναι αποκλειστικά οι πολεοδομικές που έχουν πολυαναφερθεί. Λ.χ., η βραχυχρόνια μίσθωση των κατοικιών είναι μια από αυτές. Η υψηλή αξία κτήσης των ακινήτων, ειδικά στις Κυκλάδες όπου η ζήτηση είναι μεγάλη, έχει οδηγήσει στην υπερεκμετάλλευση, δημιουργώντας προβλήματα στο αστικό και φυσικό περιβάλλον και στην κοινωνία. Αυτό το ζήτημα είναι εμφανέστερο στους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπου η ζήτηση αυξάνει ραγδαία την αξία των ακινήτων».

Συνεχίζει ο κ. Μπουγιούρης: «Οι ιδιοκτήτες επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, π.χ., με τη μετατροπή των κατοικιών σε μη κύρια τουριστικά καταλύματα ή τη δημιουργία μικρών διαμερισμάτων για βραχυχρόνια μίσθωση, συχνά σε βάρος της ποιότητας της διαμονής και της ζωής των κατοίκων. Η υπερβολική ανάπτυξη και η υπερεκμετάλλευση των ακινήτων πιέζουν τις υποδομές (λ.χ. ύδρευση, μεταφορές, αποχέτευση), που δεν είναι σχεδιασμένες για να εξυπηρετήσουν την αυξημένη ζήτηση των 80-90 ημερών/χρόνο. Αυτή η υπερεκμετάλλευση οδηγεί και στην καταστροφή φυσικών τοπίων. Η μετατροπή των κατοικιών σε τουριστικά καταλύματα άμεσα και έμμεσα εκτοπίζει τους μόνιμους κατοίκους, αυξάνει το κόστος ζωής, μειώνει τη διαθεσιμότητα προσιτών κατοικιών για τους “ντόπιους”. Επιπλέον, φέρνει απώλεια της τοπικής ταυτότητας και του κοινωνικού ιστού, αφού τα νησιά γίνονται λιγότερο βιώσιμα για τους μόνιμους κατοίκους και πιο ελκυστικά μόνο για τουριστική εκμετάλλευση».

Στους λόγους που έφεραν την υπερδόμηση στις Κυκλάδες ο κ. Κυπριτζής προσθέτει μερικούς ακόμα: «Όταν, προ 10-15 χρόνων, η Ελλάδα ήταν μια χώρα χρεωκοπημένη, ο τουρισμός και το ακίνητο στις Κυκλάδες ήταν επενδύσεις που απέδιδαν (όταν σε άλλες περιοχές το real estate ήταν, ουσιαστικά, νεκρό) – έτσι, όσοι είχαν χρήματα και αποφάσιζαν να επενδύσουν, το έκαναν, κτίζοντας στις Κυκλάδες. Ταυτόχρονα, πολλοί επιχειρηματίες του τουρισμού, για να αποφύγουν την πολύ υψηλή φορολόγηση των πολύ υψηλών εσόδων τους, αποφάσιζαν, αντί να τα κρατήσουν και να φορολογηθούν για αυτά, να τα επενδύσουν είτε σε νέα ακίνητα είτε σε ανακαινίσεις, όπως και έκαναν».

Ο Τ. Κονοπισόπουλος δίνει δύο σημαντικές διευκρινίσεις. «Πράγματι», εξηγεί, «οι εκδοθείσες οικοδομικές άδειες στις Κυκλάδες έχουν, τα τελευταία χρόνια, μεγάλο ρυθμό ανάπτυξης. Ας έχουμε κατά νου, ωστόσο, ότι πολλές είναι οι άδειες που εκτελούνται τώρα μα είχαν εκδοθεί ως και 20 χρόνια πριν κι έφθασαν να ισχύουν μέχρι σήμερα λόγω διαρκών παρατάσεων της ισχύος τους». Επίσης, χαρακτηρίζει την οικοδομική αύξηση στις Κυκλάδες ως «δυσανάλογη»: «Στην Πάρο, όπου ζω και εργάζομαι, υφίσταται συσσώρευση επενδυτικού ενδιαφέροντος μεγαλύτερη σε σχέση, λ.χ., με την Σύρο ή την Τήνο. Είναι βέβαιο ότι το Υπουργείο προτίθεται να εξισορροπιστεί αυτός ο διαφορετικός ρυθμός ανάπτυξης».

Προβλήματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στις Κυκλάδες
Η υπερδόμηση έχει πράγματι αλλάξει το αρχιτεκτονικό τοπίο των Κυκλάδων. Σε αυτό συμφωνούν οι τρεις εκπρόσωποι του κυκλαδίτικου αρχιτεκτονικού κόσμου.

Λέει ο κ. Μπουγιούρης: «Η πίεση για μέγιστη αξιοποίηση των ακινήτων οδηγεί σε κατασκευές μεγαλύτερες από το επιτρεπόμενο ή το επιθυμητό, αλλοιώνοντας την κλίμακα και την αισθητική του κυκλαδίτικου περιβάλλοντος».

«Εξελίσσεται η αρχιτεκτονική. Πρέπει να εκσυγχρονίζεται. Δεν μπορεί στις Κυκλάδες να σχεδιάζονται τα σπίτια όπως παλιά. Οι εξελίξεις που υφίστανται στις Κυκλάδες, όμως, δημιουργούν ενίοτε ένα αποτύπωμα πιο επιθετικό προς τη φύση, το τοπίο, την αισθητική», υπογραμμίζει ο κ. Κονοπισόπουλος και επισημαίνει το παράδειγμα της Πάρου: «Στις Κυκλάδες τα παλιότερα χρόνια τα κτίρια άρχιζαν πάντοτε από έναν όγκο, ο οποίος γινόταν δύο, τρεις, τέσσερις, κλπ, όσο η οικογένεια μεγάλωνε. Αυτή η κυκλαδική πλαστικότητα, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η πυκνή διάσπαση των όγκων, ακολουθήθηκε με καλό ρυθμό έως τη δεκαετία του 2000. Στο νησί μας, από το 2010 και έπειτα επήλθε η λεγόμενη “γαλλική εισβολή”: κατά κύριο λόγο, το επενδυτικό κοινό του νησιού ήταν Γάλλοι, που ζήτησαν ένα μινιμαλιστικό, πιο λιτό, σχέδιο, όπως και έγινε και έτσι συρρικνώθηκε ο αριθμός της διάσπασης των όγκων, όσο βέβαια αυτό επιτρεπόταν».

Ο κ. Κονοπισόπουλος αναφέρει, ακόμα: «Μία δεύτερη αλλαγή αφορά στο κενό και στο γεμάτο. Στα ανοίγματα και τις αναλογίες των όψεων των κτιρίων. Από τα πολλά μικρά παράθυρα που υπήρχαν παλιά, πλέον προτιμούμε λιγότερα και μεγαλύτερα ανοίγματα. Ακόμη, άλλαξε και η αναλογία στις διαμορφώσεις των περιβαλλόντων χώρων των κτιρίων: παραδοσιακά, η αναλογία της επιφάνειας του κτιρίου και των σκληρών στοιχείων και των βεραντών του ήταν σε ισορροπία με τους όγκους και τις διαστάσεις των κτιρίων, τώρα έχουμε παραδείγματα όπου μπορεί, π.χ., το σπίτι να είναι 200 μ. και το ανάπτυγμά του στις σκληρές επιφάνειες και στις πέργκολες να είναι 700 και 800 μ. Επιπρόσθετα, έχουμε μεταφέρει και κατασκευάζουμε εσωτερικές χρήσεις χώρων στους εξωτερικούς – στις σύγχρονες, λίγο πιο μοντέρνες βίλες, λ.χ., βλέπει κανείς στον περιβάλλοντα χώρο πλήρως εξοπλισμένες κουζίνες, καθιστικά, μπάρμπεκιου, τραπεζαρίες, ένα ολόκληρο δεύτερο εξωτερικό σπίτι, το οποίο ωστόσο αρχίζει να ξεχειλώνει την κλίμακα διαμόρφωσης του περιβάλλοντα χώρου και το ανάπτυγμα ενώ έχει άμεση επίδραση και στα κοστολόγια και στο μέγεθος και στην όψη του κτιρίου».

Η προστασία του κυκλαδίτικου χαρακτήρα και ο ρόλος των Κυκλαδιτών αρχιτεκτόνων
Πώς μπορεί, λοιπόν, ο παμπάλαιος χαρακτήρας της αρχιτεκτονικής των Κυκλάδων να διασωθεί και να μείνει ολοζώντανος στην πορεία των χρόνων;

«Αυτή τη στιγμή», λέει ο κ. Κυπριτζής, «οι όροι δόμησης για τους περίπου 2.000 οικισμούς της Ελλάδας είναι οι ίδιοι (ενώ δεν έχουν λάβει και υπόψη τους τις αλλαγές, τα νέα δεδομένα, που έχουν επέλθει). Αλλά, δεν είναι όλοι οι οικισμοί ίδιοι. Ούτε καν τα Κυκλαδονήσια είναι ίδια το ένα με το άλλο.

Πρέπει να συνεκτιμώνται και να μελετώνται τα χαρακτηριστικά του σημείου όπου πάμε να κτίσουμε (κτίρια, τοπίο, κλιματικά χαρακτηριστικά, ανάγκες ιδιοκτητών, κλπ). Να αντιμετωπίζουμε κάθε περίπτωση διαφορετικά, ώστε να εντάσσεται αρμονικά στον τόπο. Πρέπει, λ.χ., σε κάποιες περιοχές να υπάρξει ένας περιορισμός των τ.μ. και τα κτίσματα να έχουν κάποια χαρακτηριστικά (π.χ. με εμφανή πέτρα για καλύτερη ένταξη στο φυσικό τοπίο). Να υπάρχει και ένας διαχωρισμός του παραδοσιακού με τον μοντέρνο πυρήνα και αναλόγως να κτίζουμε.

Πρέπει ακόμα η σύγχρονη αρχιτεκτονική να σέβεται το παραδοσιακό – στο εξωτερικό υπάρχουν πολύ πετυχημένα παραδείγματα όπου το σύγχρονο και το καινούργιο διαφοροποιείται πλήρως αλλά εντάσσεται πολύ αρμονικά στον παραδοσιακό πυρήνα. Η παγίδα για έναν μελετητή είναι το να θέλει κάνει εντυπωσιακό για να ξεχωρίσει, να βάλει τη σφραγίδα του, να ακουστεί, αλλά το τοπίο να μην δέχεται κάτι τόσο τολμηρό».

«Οι Κυκλάδες συνεχίζουν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους αρχιτέκτονες και πράγματι γίνεται καλή αρχιτεκτονική σε αυτές. Υπάρχουν πόροι και χώρος για αυτήν. Ο διάλογος της αρχιτεκτονικής στις Κυκλάδες με τις σύγχρονες τάσεις γεννά νέες μορφές που συνδυάζουν την παράδοση με την καινοτομία, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα μοναδικό, αυθεντικό και σύγχρονο μαζί. Έτσι, δημιουργούνται κτίρια απλά, με λειτουργικότητα και αισθητική, εναρμονισμένα με το φυσικό περιβάλλον, που λαμβάνουν υπόψιν τις τοπικές συνθήκες, τον αέρα, τον προσανατολισμό. Δεν κυριαρχούν, υπάρχουν όμως», επισημαίνει ο κ. Μπουγιούρης.

Μάλιστα, όπως λέει ο κ. Κυπριτζής, «την τελευταία δεκαπενταετία τα περισσότερα δημοσιευμένα έργα είναι στις Κυκλάδες, ενώ κάθε χρόνο, στα ευρωπαϊκά βραβεία αρχιτεκτονικής Mies van der Rohe, τα μισά υποψήφια ελληνικά έργα έχουν γίνει στις Κυκλάδες». Ειδικά στην Πάρο, αναφέρει ο κ. Κονοπισόπουλος, «υπάρχει πλέον ένα πολύ μεγάλο πελατειακό κοινό που δεν είναι ευρωπαϊκό (Καναδοί, Αμερικανοί, Νεοζηλανδοί) και σε αντίθεση με το βορειοευρωπαϊκό κοινό και αναζητά και ζητά κάτι πιο παραδοσιακό και όχι το μοντέρνο – θέλει να νιώθει ότι είναι στις Κυκλάδες».

Ακόμη, ο ντόπιος Κυκλαδίτης αρχιτέκτονας και οι τοπικοί αρχιτεκτονικοί φορείς έχουν έναν πολύ σπουδαίο ρόλο να παίξουν στη διαδικασία αυτή.

Εξηγεί ο κ. Μπουγιούρης: «Η αρχιτεκτονική στις Κυκλάδες παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για έκφραση, η οποία συνδυάζει παράδοση, περιβαλλοντική συνείδηση και σύγχρονη αισθητική. Ο Κυκλαδίτης αρχιτέκτονας έχει ένα ξεχωριστό πλεονέκτημα, που δεν περιορίζεται μόνο στην επιστημονική του κατάρτιση και τις τεχνικές του γνώσεις. Τα βιώματά του, η άμεση επαφή με το περιβάλλον, η καθημερινή εμπειρία της ζωής στα νησιά, η βαθιά κατανόηση της τοπικής κουλτούρας και παράδοσης, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία που διαμορφώνουν την προσωπικότητα και την προσέγγισή του σε κάθε έργο».

«Οι μηχανικοί που ζούμε και δουλεύουμε στις Κυκλάδες θα συμπεριφερθούμε με διαφορετικό τρόπο στη μελέτη από τους μη Κυκλαδίτες αρχιτέκτονες», συμφωνεί ο κ. Κονοπισόπουλος: «Θα φέρουμε και το μοντέρνο αλλά με τρόπο που θα το εναρμονίζει με τον τόπο και τις απαιτήσεις των τοπικών συμβουλίων αρχιτεκτονικής, κάτι που πολλά γραφεία εκτός Κυκλάδων, δυστυχώς, δεν κάνουν… Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους πρέπει να προστατευθούν τα τοπικά συμβούλια αρχιτεκτονικής – η τάση, όπως διακρίνουμε, είναι να τα καταργήσουν. Αυτά είναι, ωστόσο, η ασπίδα, τα μόνα που θα σώσουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα των Κυκλάδων, τον οποίο δεν γνωρίζουν όσοι βρίσκονται εκτός αυτών και αποφασίζουν…».

Καταλήγει ο κ. Κυπριτζής: «Είναι μεγάλη ανάγκη να υπάρχει ένας έλεγχος στις Κυκλάδες από τις αρμόδιες αρχές του τι μελετάται και εγκρίνεται και του τι υλοποιείται στο τέλος… Το μόνο που έχω να προσθέσω, όσον αφορά στην αρχιτεκτονική και στη δόμηση στην περιοχή των Κυκλάδων, είναι… μέτρον άριστον».