Η ισχύς της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας όλο και συρρικνώνεται και μέτρα πρέπει να ληφθούν για να ανακάμψει, όπως είπε, στο Coating Forum, ο Γεώργιος Καπανταϊδάκης, Διευθυντής Βιομηχανικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικής Βιομηχανίας (CEFIC). Ο κ. Καπανταϊδάκης παρουσίασε τα αποτελέσματα έρευνας του CEFIC για την ανταγωνιστικότητα της χημικής βιομηχανίας της ηπείρου μας, από τα οποία προκύπτει πως «η ελληνική και η πολωνική βιομηχανία καταγράφουν ισχυρή ανάπτυξη». Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι προκλήσεις των οποίων πρέπει «άμεσα να αντιμετωπιστούν».
«Είμαστε ο τέταρτος μεγαλύτερος βιομηχανικός κλάδος στην Ευρώπη. Για να διαπιστώσουμε την ανταγωνιστικότητά μας, λάβαμε υπόψη δέκα παράγοντες, σχετιζόμενους με το κόστος (λ.χ. ενέργεια) ή και όχι (λ.χ. καινοτομία), ενώ τον συγκρίναμε με ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία, Ν. Κορέα και τα κράτη του Κόλπου», εξήγησε ο κ. Καπανταϊδάκης. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι τα τελευταία 15 χρόνια η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας μειώθηκε. «Λ.χ., Ινδία και Κίνα κέρδισαν ανταγωνιστικότητα, π.χ. στην καινοτομία και οι ΗΠΑ στην ενέργεια. Ακόμη, την τελευταία διετία η Ευρώπη έχασε 11 εκατομμύρια τόνους σε παραγωγική δυναμικότητα».
Μεταξύ των λόγων για τους οποίους συνέβησαν τα παραπάνω είναι η αύξηση του κόστους ενέργειας αλλά και του ρυθμιστικού κόστους, σύμφωνα με την έρευνα, η οποία έδειξε, επιπλέον, ότι ακόμη και στους τομείς της έρευνας και της ανάπτυξης, όπου παραδοσιακά ήταν ισχυρή, η Ευρώπη έχει χάσει πια έδαφος «και η Κίνα έχει καταστεί ηγέτιδα». Καταλήγοντας, ο κ. Καπανταϊδάκης σχολίασε: «Η ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία μικραίνει ολοένα στην παγκόσμια αγορά. Η επόμενη πενταετία θα είναι κρίσιμη. Εάν δεν ληφθούν ισχυρά και τολμηρά μέτρα (λ.χ. μείωση ενεργειακού κόστους), περίπου το 8% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της βιομηχανίας θα είναι σε κίνδυνο».