Στο πλαίσιο του αφιερώματός του στην τσιμεντοβιομηχανία και το σκυρόδεμα το Build συζήτησε τις εξελίξεις στους εν λόγω κλάδους με τον Διευθυντή της Ένωσης Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδας, Νικόλαο Πανταζάρα. Μεταξύ των αρκετών ζητημάτων που κουβεντιάσαμε μαζί του ήταν το πώς η τεχνολογία έχει εξελίξει το τσιμέντο και το σκυρόδεμα αλλά και η κατεύθυνση προς την οποία βαδίζει η παγκόσμια τσιμεντοβιομηχανία (δεδομένου και του ότι τα δύο αυτά προϊόντα γίνονται πιο βιώσιμα).
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Ν. Πανταζάρας:
Με ποιους τρόπους η τεχνολογία έχει εξελίξει τσιμέντο και σκυρόδεμα;
Η τεχνολογία έχει φέρει, συνολικά, επανάσταση στην παραγωγή του τσιμέντου και του σκυροδέματος, επιτρέποντας την ανάπτυξη υλικών υψηλών επιδόσεων, καινοτόμων τεχνικών κατασκευής και βιώσιμων λύσεων που έχουν βελτιώσει την ποιότητα, την ανθεκτικότητα, την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα των κατασκευών. Πολλοί είναι οι τρόποι με τους οποίους η τεχνολογία έχει εξελίξει αυτά τα δύο προϊόντα. Για παράδειγμα, έχει βελτιώσει τις διεργασίες παραγωγής του τσιμέντου, ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητά του. Επιπλέον, έχει επιτρέψει την ανάπτυξη εξειδικευμένων τσιμέντων και την παραγωγή σκυροδέματος βελτιωμένων χαρακτηριστικών σε όλον τον κύκλο ζωής του (για παράδειγμα, το σκυρόδεμα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών έχει σχεδιασθεί για χρόνο ζωής 300 ετών).
Επιπροσθέτως, έχει αναπτύξει βιώσιμες λύσεις σκυροδέματος, που περιλαμβάνουν χρήση τσιμέντων χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα με τη μεγιστοποίηση της αξιοποίησης ποζολανικών υλικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση τέτοιων υλικών στα ελληνικά τσιμέντα εφαρμόζεται με επιτυχία εδώ και δεκαετίες. Παράλληλα διερευνούν τη χρήση ανακυκλωμένων αδρανών τα οποία προέρχονται από την επεξεργασία υλικών κατεδαφίσεων προκειμένου να προσφέρουν ανάλογα προϊόντα όταν θα το επιτρέψουν οι κανονισμοί. Τέλος, τα ψηφιακά εργαλεία (όπως ο σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή και το BIM, ήτοι η οργάνωση πληροφοριών κτιρίου), έχουν φέρει σημαντικές αλλαγές στη διαδικασία σχεδιασμού και κατασκευής επιφέροντας βελτιωμένη απόδοση, οικονομική αποδοτικότητα και ακρίβεια στον σχεδιασμό και την εκτέλεση του έργου.
Πώς θα επηρεαστεί ο κατασκευαστικός κλάδος από το ότι τσιμέντο και σκυρόδεμα γίνονται βιώσιμα;
Επί του παρόντος αλλά και όσον αφορά στο εγγύς μέλλον, η ανάπτυξη βιώσιμου τσιμέντου και σκυροδέματος εστιάζει σε συγκεκριμένους τομείς. Κατ’ αρχάς, στο μειωμένο αποτύπωμα εκπομπών άνθρακα κατά την παραγωγή του τσιμέντου, στη συνεχή βελτιστοποίηση της σύνθεσης του σκυροδέματος με την χρήση ανακυκλωμένων πρώτων υλών, στην εφαρμογή καινοτόμων ψηφιακών εργαλείων μέτρησης και καταγραφής των ιδιοτήτων του σκυροδέματος στις κατασκευές σε πραγματικό χρόνο και στην αποδοτική χρήση των προϊόντων στο κατασκευαστικό στάδιο που προσφέρει ευκαιρίες σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής των προϊόντων.
Παράλληλα, όμως, η έμφαση στη βιωσιμότητα θα επηρεάσει την επιλογή υλικών στα κατασκευαστικά έργα, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ζήτηση για φιλικά προς το περιβάλλον δομικά υλικά και ενθαρρύνοντας την υιοθέτηση πιο πράσινων οικοδομικών πρακτικών. Ακόμη, το μειωμένου αποτυπώματος τσιμέντο και σκυρόδεμα θα ευθυγραμμίζονται με τα κριτήρια που ορίζουν οι πιστοποιήσεις πράσινων κτιρίων (π.χ. LEED, BREEAM), που προωθούν τη χρήση βιώσιμων υλικών, την υψηλή ενεργειακή απόδοση και τις περιβαλλοντικά συνειδητές κατασκευαστικές πρακτικές. Ως εκ τούτου, ο κατασκευαστικός κλάδος θα υιοθετεί με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς τσιμέντο και σκυρόδεμα χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος για την κάλυψη των απαιτήσεων αυτών των πιστοποιήσεων.
Εκτός όλων των παραπάνω, οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικοί φορείς εφαρμόζουν όλο και περισσότερο κανονισμούς και κώδικες δόμησης που ενθαρρύνουν τις βιώσιμες κατασκευαστικές πρακτικές. Έτσι, το αειφόρο τσιμέντο και το σκυρόδεμα θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην ικανοποίηση αυτών των κανονιστικών απαιτήσεων, στη διαμόρφωση των κατασκευαστικών πρακτικών και στην προώθηση αλλαγών σε ολόκληρη τη βιομηχανία. Καθώς η βιωσιμότητα γίνεται ολοένα και πιο σημαντικός παράγοντας στον κατασκευαστικό κλάδο, τα ρυθμιστικά πλαίσια και οι πιστοποιήσεις είναι πιθανό να εξελιχθούν, ενώ η χρηματοδότηση θα στηρίζεται σε κριτήρια βιωσιμότητας. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τις κατασκευαστικές πρακτικές, τις αποφάσεις προμηθειών, τις προδιαγραφές των έργων.
Με την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση και τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα, υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση από την αγορά και την κοινωνία για φιλικές προς το περιβάλλον και κοινωνικά υπεύθυνες κατασκευαστικές πρακτικές.
Ως αποτέλεσμα, ο κατασκευαστικός κλάδος είναι πιθανό να βιώσει μια αλλαγή στη ζήτηση της αγοράς, με μεγαλύτερη έμφαση στα βιώσιμα κτίρια και υποδομές. Αυτή η στροφή μπορεί επίσης να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες στην αγορά για εταιρείες που ειδικεύονται σε λύσεις πράσινου τσιμέντου και σκυροδέματος. Γενικότερα, η τάση προς τη βιωσιμότητα στο τσιμέντο και το σκυρόδεμα αναμένεται να έχει μετασχηματιστικό αντίκτυπο στον κατασκευαστικό κλάδο.
Κατά την άποψή σας, ποια κατεύθυνση έχει πάρει η παγκόσμια τσιμεντοβιομηχανία;
Η παγκόσμια βιομηχανία τσιμέντου κινείται προς μεγαλύτερη βιωσιμότητα, αποτελεσματικότητα και καινοτομία, εμφανίζοντας συγκεκριμένες βασικές τάσεις. Αυτές αφορούν, π.χ., στις βιώσιμες πρακτικές για μείωση του αποτυπώματος εκπομπών άνθρακα, των αποβλήτων και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και υπέρ της κυκλικής οικονομίας και της υπεύθυνης προμήθειας πρώτων υλών. Ακόμη, η τσιμεντοβιομηχανία υιοθετεί ψηφιακές τεχνολογίες και αυτοματισμούς για βελτίωση της ασφάλειας και της λειτουργικής αποτελεσματικότητας και μείωση του κόστους. Επενδύει στην έρευνα και ανάπτυξη νέων υλικών και κατασκευαστικών τεχνικών, ενώ ταυτόχρονα προσαρμόζεται για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αειφόρου ανάπτυξης και της ανθεκτικότητας των υποδομών, που έχουν γίνει παγκόσμιες προτεραιότητες.
Επιπλέον, η παγκόσμια βιομηχανία τσιμέντου αντιμετωπίζει αλλαγές στις περιφερειακές αγορές (λόγω πληθυσμιακής αύξησης, αστικοποίησης, ανάπτυξης υποδομών, κ.ά). Οι αναδυόμενες οικονομίες, ιδιαίτερα σε Ασία-Αφρική, αναμένεται να ωθήσουν τη μελλοντική ζήτηση τσιμέντου. Ωστόσο, η δυναμική της αγοράς μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των περιοχών, ενώ, δεδομένων των πολύπλοκων προκλήσεων βιωσιμότητας που αντιμετωπίζει η βιομηχανία τσιμέντου, η συνεργασία και οι συνέργειες είναι ζωτικής σημασίας. Γενικά, η παγκόσμια βιομηχανία τσιμέντου κινείται προς ένα πιο βιώσιμο και ανθεκτικό μέλλον, μηδενικών εκπομπών άνθρακα, με γνώμονα την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, τις κανονιστικές αλλαγές και τις απαιτήσεις κοινωνίας και αγοράς.
Πώς βαίνει και πώς θα συνεχίσει η τσιμεντοπαραγωγή στη χώρα μας, δεδομένων των αυξήσεων στο κόστος των υλικών, τις ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, κλπ;
H ελληνική τσιμεντοβιομηχανία απασχολεί σήμερα άμεσα ή έμμεσα 4.500 εργαζόμενους με 6 εργοστάσια παραγωγής κλίνκερ-τσιμέντου σε όλη την Ελλάδα. Ο δείκτης έντασης εμπορίου του κλάδου τσιμέντου στην Ελλάδα (24,7% το 2020) είναι πολλαπλάσιος από τον μέσο όρο της ΕΕ (6,7%). Σχεδόν το 60% της παραγωγής μας εξάγεται, με το 80% αυτής να προορίζεται προς τρίτες χώρες. Παρά τη μείωση των εξαγωγών κατά 30% την τελευταία πενταετία, η Ελλάδα παραμένει η πρώτη εξαγωγική χώρα της ΕΕ. Η τσιμεντοβιομηχανία στην Ευρώπη επηρεάστηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαπενταετίας.
Η ανάκαμψη που ακολούθησε έγινε αισθητή στην Ελλάδα με καθυστέρηση, λόγω και της κρίσης. Έκτοτε, τα μέλη μας βελτίωσαν τις πωλήσεις και τα οικονομικά τους αποτελέσματα, χωρίς πάντως να πλησιάσουν τα προ κρίσης επίπεδα.
Η πολιτική της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την προστασία του περιβάλλοντος επέβαλε πρόσθετα βάρη στην ευρωπαϊκή τσιμεντοβιομηχανία, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής έναντι αυτού των παραγωγών από τρίτες χώρες που την ανταγωνίζονται στις τοπικές και τις διεθνείς αγορές, δηλαδή αντιμετωπίζει κίνδυνο «διαρροής άνθρακα». Η εφαρμογή του Κανονισμού CBAM (Carbon Border Adjustment Mechanism) από την ΕΕ αναμένεται να συνεισφέρει στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού με τους εισαγωγείς από τρίτες χώρες, αλλά πρέπει να συνδυαστεί με εφαρμογή μέτρων για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών προς τρίτες χώρες και πριν την εφαρμογή του, δηλαδή το 2026.
Οι αυξήσεις στο κόστος των συντελεστών παραγωγής αντισταθμίζονται μερικώς με τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης και των μεθόδων παραγωγής. Οι ελλείψεις σε εργατοτεχνικό προσωπικό καλύπτονται με προγράμματα εκπαίδευσης και βελτίωση συνθηκών εργασίας και απολαβών. Ωστόσο, η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, με σημαντικές τεχνολογικές προόδους και επενδύσεις για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, προσβλέπει μεσοπρόθεσμα σε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ειδικά με τη συμμετοχή της σε έργα για μείωση και δέσμευση των εκπομπών CO2, θα συμβάλλει καθοριστικά στον μετασχηματισμό της προς την κλιματική ουδετερότητα.
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter Build