Παρουσιάστηκε, σε ειδική εκδήλωση και παρόντος του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, η πρόταση για την επέκταση και αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, την οποία επιμελήθηκαν τα αρχιτεκτονικά γραφεία David Chipperfield Architects και Αλέξανδρος Ν. Τομπάζης Α.Ε. Με την αναβάθµιση και επέκτασή του, το Μουσείο θα εκσυγχρονιστεί για να ανταποκρίνεται σε σύγχρονα πρότυπα ποιότητας και βιωσιµότητας. Ο σχεδιασµός του, δε, αναδεικνύει το υπάρχον κτίριό του ώστε να παραµείνει ένα σαφές αστικό τοπόσηµο με διαιώνιση της ουσίας και της σπουδαιότητας του κτιρίου.
Το πνεύμα του σχεδιασμού
Η πρόταση των δύο γραφείων πήρε την έμπνευση από την ουσία του αρχικού σχεδιασμού του κτιρίου, το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Ludwig Lange και Ernst Ziller και χρονολογείται από το 1866-1874 και την χρησιµοποίησε ως αφετηρία για τον δικό της σχεδιασµό, πλαισιώνοντάς τον µε έναν ροµαντικών αναφορών κήπο. Η βάση του υφιστάµενου κτιρίου επεκτείνεται µέχρι τον δρόµο, δηµιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο για το ιστορικό τοπόσηµο και προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων.
Έτσι, δηµιουργούνται πρόσθετος χώρος 20.000 τ.µ. και ένα πάρκο µε πλούσια βλάστηση στην οροφή. Σεβόµενη την ιστορική αξία του κτιρίου, η νέα επέκταση δεν φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί την υφιστάµενη αρχιτεκτονική, αλλά να δηµιουργήσει ένα αρµονικό σύνολο χώρων που θα ισορροπεί µεταξύ του παλιού και του νέου. Ο σχεδιασµός ακολουθεί την υπάρχουσα τοπογραφία: ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο µπροστά σε µία εκτενή, πράσινη πλατεία. Η επέκταση θα στεγάσει τις βασικές δηµόσιες λειτουργίες του Μουσείου και νέους χώρους για µόνιµες και περιοδικές εκθέσεις. Η κύρια είσοδος µεταφέρεται µπροστά, στο επίπεδο του δρόµου, ενισχύοντας τη σχέση του Μουσείου µε την πόλη. Με µια νέα όψη το Μουσείο συνδιαλέγεται ανοιχτά µε το αστικό περιβάλλον, επιτρέποντας στους περαστικούς οπτική επαφή µε τους νέους εκθεσιακούς χώρους.
Το νέο μουσείο
Εισερχόµενος στο Μουσείο ο επισκέπτης ακολουθεί µια πορεία ενός συνεχούς, ροϊκού, εκθεσιακού χώρου που διατρέχει τα δύο επίπεδα του νέου κτηρίου και οδηγείται τελικά στο νεοκλασικό κτήριο. Ένα λιτό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο καθαρών όγκων, οι διαγώνιες οπτικές φυγές και οι τοίχοι που κατασκευάζονται από rammed-earth (συµπιεσµένο χώµα) δηµιουργούν µια αντίθεση µε τους ιστορικούς χώρους. Μαζί µε ένα παιχνίδι ακριβείας φωτός και σκιάς, δηµιουργούν µια δραµατική αίσθηση στον υπόσκαφο χώρο, ένα ευαίσθητο υπόβαθρο για τα αντικείµενα και τα γλυπτά της συλλογής που θα εκτεθούν σε αυτόν. Ο κήπος του Μουσείου θα προσφέρει ένα δροσερό, ήσυχο, δηµόσιο χώρο, υπερυψωµένο σε σχέση µε την πολύβοη δραστηριότητα της πόλης.
Ο περιβάλλων χώρος, που µελετήθηκε από το γραφείο των Βέλγων αρχιτεκτόνων τοπίου, Wirtz International, είναι πλούσιος σε υφές. Η διάταξη των νέων χαµηλών όγκων επιτρέπει τη φύτευση εµβληµατικών δένδρων στην οροφή τους. Διαµορφωµένα πλατώµατα και µονοπάτια στρωµένα µε χαλίκι, εκτάσεις µε γρασίδι, συστάδες πεύκων και κουκουναριών, αειθαλείς αριέςκαι µορφοποιηµένη θαµνοειδής βλάστηση αποτελούν αναφορές στα πάρκα του 19ου αιώνα. Το πάρκο είναι προσβάσιµο από όλες τις κατευθύνσεις, ενώ µια εσωτερική, υποβαθµισµένη, αυλή στην καρδιά του συγκροτήµατος ενοποιεί το παλιό και το νέο, δηµιουργώντας έναν ευχάριστο χώρο για τους επισκέπτες του Μουσείου και τους κατοίκους της πόλης.
«Πρόταση που εικονοποιεί το όραμα»
Στη διάρκεια της παρουσίασης τονίσθηκε, από τους αρμόδιους, πως η πρόταση των γραφείων David Chipperfield και Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη εικονοποιεί το όραμα, δημιουργεί ένα μοναδικό τοπόσημο στον αστικό ιστό και είναι βαθιά ανθρωποκεντρική. Επίσης, κατέστη σαφές πως η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συμβάλλει ουσιαστικά στην αναγέννηση της ευρύτερης περιοχής του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Προβάλλει την εθνική διάσταση του Μουσείου, το οποίο συνδέει με το παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Δημιουργείται, έτσι, ένα Μουσείο εξωστρεφές, ανοιχτό στην πόλη, σε διαρκή διάλογο με την κοινωνία, με δυναμική ματιά προς το μέλλον.
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter Build