Η αναπτυξιακή πορεία στη νοτιοανατολική ζώνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργεί συνθήκες για την αναδιάταξη του ρόλου των πόλεων στη ζώνη αυτή. Για τη Θεσσαλονίκη, το ερώτημα είναι κατά πόσον, στον διαφαινόμενο ανταγωνισμό, θα αξιοποιήσει το προφανές συγκριτικό πλεονέκτημά της, που καθορίζεται από την ιστορική της πορεία και τη γεωπολιτική της ταυτότητα.
Το μοντέλο κέντρο–περιφέρεια, που έχει χαρακτηρίσει επί δεκαετίες τον ρόλο της Θεσσαλονίκης σε σχέση με την πρωτεύουσα, είναι σήμερα ανεπαρκές. Με την εξαίρεση του ιστορικού πυρήνα, το αστικό τοπίο της παρουσιάζει τα τυπικά προβλήματα της μέσης ελληνικής πόλης, ενώ δεν φαίνεται στους λαμβάνοντες τις αποφάσεις να έχει γίνει πλήρως κατανοητή η υπεραξία που παράγουν τα σύμβολα και η ποιότητα του αστικού χώρου. Πρόκειται για μια υπεραξία που επιβεβαιώθηκε τα τελευταία χρόνια τόσο στις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπως το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο κ.α., όσο και σε μια σειρά από άλλες πόλεις, όπως η Φρανκφούρτη, το Μπιλμπάο, η Σεβίλλη, η Βαρκελώνη, η Γλασκώβη κ.α., όπου έγιναν μεγάλες επενδύσεις στη δημιουργία σημαντικών κτιρίων-συμβόλων, οι οποίες απέδωσαν με εντυπωσιακό τρόπο και βελτίωσαν τον διεθνή ρόλο των πόλεων αυτών.
Οι υποδομές που χρειάζεται η Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη, με τη θέση της, την κοσμοπολιτική της ιστορία, τον μνημειακό της πλούτο και την άμεση γειτνίαση με την τουριστική υπερδεξαμενή της Χαλκιδικής, εξακολουθεί να υστερεί στον τομέα αυτόν, παρά ορισμένες επιτυχείς προσπάθειες αστικής αναβάθμισης όπως τα Λαδάδικα, το λιμάνι και η Νέα Παραλία αλλά και άλλες αξιόλογες προτάσεις, είτε αυτές υλοποιήθηκαν είτε όχι. Δεν είναι πολύ ευχάριστο σε μια πόλη με τόσο ευνοϊκά φυσικά χαρακτηριστικά, με τέτοια παράδοση και με τέτοιες προοπτικές για τη συνολική ανάπτυξη της χώρας, να καθυστερεί ακόμη το μετρό, να παραμένουν οι στύλοι της ΔΕΗ στο μεγαλύτερο μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος, να μένουν αναξιοποίητα τα στρατόπεδα, να κυριαρχεί η άμορφη «αισθητική» της πολυκατοικίας και να μην υπάρχουν επαρκείς χώροι στάθμευσης, με αποτέλεσμα να έχει καταληφθεί η πόλη από τα αυτοκίνητα.
Σήμερα, που όλοι έχουν επιδοθεί σε ένα αγώνα δρόμου για την ποιοτική πρωτοπορία, ως προϋπόθεση και της οικονομικής ανάπτυξης, δεν μπορούμε να σχεδιάζουμε αποσπασματικά, παρασυρόμενοι από πιέσεις. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, αυτονόητη προτεραιότητα έχει η θεσμική υποδομή για την αναδιάταξη της βαρύτητας των αναπτυξιακών πόλων της χώρας, η άμεση υλοποίηση βασικών συγκοινωνιακών έργων του πολεοδομικού συγκροτήματος και πέραν αυτού (μετρό, ΔΕΘ, οδικό δίκτυο προς Χαλκιδική, κόμβοι, υπόγεια γκαράζ, θαλάσσια συγκοινωνία, τραμ σε τοπικές διαδρομές, επεμβάσεις βελτίωσης του συνόλου του αστικού οδικού δικτύου) αλλά και η έναρξη υλοποίησης έργων μακράς πνοής, ορισμένα από τα οποία είχαν ήδη προταθεί τη δεκαετία του ’60, από το ρυθμιστικό σχέδιο του Ι. Δ. Τριανταφυλλίδη και των συνεργατών του, τα οποία θα αλλάξουν τα δεδομένα της ευρύτερης περιοχής, θα παρασύρουν την ανάπτυξη και θα απαντήσουν στα ερωτήματα που θέτει η κλιματική αλλαγή, όπως π.χ. η ζεύξη του Θερμαϊκού στο Μεγάλο Έμβολο.
Επίσης, προτεραιότητα έχουν έργα «οριζόντιου» χαρακτήρα, όπως η αστική αναβάθμιση του συνόλου του πολεοδομικού συγκροτήματος (γενική υπογείωση δικτύων ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, ανακατασκευή πεζοδρόμων, αναβαθμιστικές επεμβάσεις στις όψεις και τα δώματα των κτιρίων, αντικατάσταση αντιαισθητικών επιγραφών, κεραιών, πινακίδων, φωτιστικών σωμάτων και στοιχείων αστικού εξοπλισμού, πιλοτικά προγράμματα αξιοποίησης «τυφλών» όψεων κτιρίων, πιλοτικά προγράμματα αναβάθμισης περιβάλλοντος μνημείων και παραδοσιακών οικισμών κ.α.) και, τέλος, ένα τολμηρό πρόγραμμα νέας αρχιτεκτονικής στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα με τη δημιουργία κτιρίων-πόλων έλξης, τόσο δημοσίων όσο και ιδιωτικών, χωρίς τους περιορισμούς του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, με προσέλκυση σημαντικών αρχιτεκτόνων αλλά και με αξιοποίηση πρωτοβουλιών και προτάσεων που έχουν γίνει στο παρελθόν.
Τι μας «διδάσκει» ο διαγωνισμός ArXellence 2
Με βάση τα παραπάνω, ο διαγωνισμός ArXellence 2, που έγινε με πρωτοβουλία της Alumil για τη δυτική ζώνη της Θεσσαλονίκης, είναι εξαιρετικά επιτυχής στις στοχεύσεις του αλλά και, όπως απεδείχθη, πολύ δημοφιλής. Μέσω των προτάσεων των διαγωνιζομένων, μας μεταβιβάζει άμεσα τη διεθνή αναπτυξιακή εμπειρία και μας προσφέρει δείγματα προηγμένου και περιβαλλοντικά συνειδητού αστικού σχεδιασμού. Οι προτάσεις που ανέδειξε, μπορεί να απέχουν –ευλόγως– από τη διαδικασία υλοποίησης και να έχουν να αντιμετωπίσουν θεσμικά φράγματα, για τα οποία οι μελετητές πιθανόν να μην είναι υποψιασμένοι, ωστόσο αναδεικνύουν μιαν αξιοπρόσεκτη ποιότητα και «δοκιμάζουν» επί ελληνικού εδάφους τις πλέον επίκαιρες απόψεις περί αρχιτεκτονικής και αστικού σχεδιασμού, με έμφαση στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά.
Ως αρχιτέκτων, θα είχα διάφορα ζητήματα να σχολιάσω στις διακριθείσες μελέτες. Καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος σε ό,τι αφορά την κεντρική τους ιδέα, τη διασπορά και τη διείσδυση του πρασίνου, τις αισθητικές προτιμήσεις που κυριαρχούν κατά εποχές, τα στοιχεία συμβολισμού, την έμφαση στη λειτουργικότητα σε συνδυασμό με την εικόνα, και πολλά άλλα. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το μεγάλο κέρδος από τις προτάσεις αυτές είναι η ανάδειξη της περιβαλλοντικής και αισθητικής ποιότητας ως κεντρικού ζητήματος προς συζήτηση στις μέρες μας. Χωρίς καμία πρόθεση τεχνητού καλλωπισμού τέτοιων προσπαθειών, ευχόμαστε να επαναληφθούν και να πολλαπλασιαστούν. Θα βοηθήσουν ειδικούς και μη να αντιληφθούν, με τη δύναμη της εικόνας, ποιο θα μπορούσε να είναι το μέλλον εκεί όπου σήμερα κυριαρχεί η εγκατάλειψη και να παρακινήσουν όσους έχουν τη δυνατότητα και τη θέληση να επενδύσουν προς την κατεύθυνση αυτή.
Του Αναστάσιου Μ. Κωτσιόπουλου, αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών