Η θωράκιση των κτιριακών υποδομών από φαινόμενα πυρκαγιών είναι αποτέλεσμα συνδυασμού των σύγχρονων συστημάτων αντιπυρικής προστασίας και της προσεγμένης μελέτης εκτίμησης κινδύνων, βάσει της λειτουργικότητας τους.
Σε κάθε είδος κτιρίου πρέπει να λαμβάνονται τα αντίστοιχα μέτρα πυροπροστασίας, ώστε να περιορίζονται οι υλικές καταστροφές και φυσικά οι ανθρώπινες απώλειες στον μέγιστο δυνατό βαθμό, σε ενδεχόμενο πυρκαγιάς. Τα κυριότερα μέτρα, τα οποία προβλέπονται και από τους αντίστοιχους κανονισμούς, σχεδιάζονται κατά τα πρώτα στάδια υλοποίησης μίας κτιριακής μονάδας. Η αποτελεσματικότερη μέθοδος για την αποφυγή φαινομένων πυρκαγιάς είναι η πρόληψη, που σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη κατάλληλων αντιπυρικών συστημάτων τελευταίας τεχνολογίας και με τη σωστή συντήρηση τους. Οι χρήστες του κτιρίου, βέβαια, θα πρέπει να είναι άρτια ενημερωμένοι και εκπαιδευμένοι, ειδικά αν πρόκειται για κάποια βιομηχανική εγκατάσταση, για τις ενέργειες που θα πρέπει να πράξουν σε περίπτωση φωτιάς.
Εκσυγχρονισμός και συντήρηση του εξοπλισμού
Σήμερα υπάρχουν προηγμένες τεχνολογίες, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση των φαινομένων πυρκαγιάς. Επιπλέον, υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα ενεργητικής πυροπροστασίας, που μπορούν να σβήσουν εύκολα μία εστία φωτιάς, κατά τα πρώτα στάδια της. Συνεπώς, ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων πυρασφάλειας είναι κρίσιμος παράγοντας για την ασφάλεια των κτιριακών υποδομών. Εξίσου σημαντικό, είναι να γίνεται τακτική συντήρηση των συστημάτων, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι αυτά είναι λειτουργικά και ότι θα ανταποκρίνονται προβλεπόμενα σε περίπτωση πυρκαγιάς.

Σχετικά με το ζήτημα της πυροπροστασίας των κτιριακών υποδομών ο Διονύσιος Κολαΐτης, Δρ. Μηχανολόγος Μηχανικός, ΕΔΙΠ Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ και Τεχνικός Διευθυντής Εργαστηριακής Μονάδας Πυρομηχανικής ΕΜΠ αναφέρει ότι «το συνολικό επίπεδο πυροπροστασίας ενός κτιρίου καθορίζεται από τα χαρακτηριστικά “παθητικής” και “ενεργητικής” πυροπροστασίας του. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι η περιοδική συντήρηση (π.χ. αναγόμωση πυροσβεστήρων, αντικατάσταση ηλεκτρικών συσσωρευτών αυτόνομων αισθητήρων πυρανίχνευσης) και ο εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού “ενεργητικής” πυροπροστασίας ενός κτιρίου, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ορθή λειτουργία των συστημάτων αυτών σε περίπτωση φωτιάς. Εντούτοις, πολλές φορές παραγνωρίζεται η αξία των αντίστοιχων ενεργειών οι οποίες εστιάζονται στα στοιχεία “παθητικής” πυροπροστασίας του κτιρίου (π.χ. ορθή λειτουργία συστημάτων αυτόματης επαναφοράς πυράντοχων θυρών ασφαλείας, διασφάλιση απαιτούμενου δείκτη πυραντίστασης κατά τη διάνοιξη νέων διαμπερών οπών σε τοιχοποιίες πυροδιαμερισμάτων), γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική υποβάθμιση του συνολικού επιπέδου πυροπροστασίας του κτιρίου».

Στη συνέχεια, η Σάρρα Γ. Κωστάλα, Διευθύντρια Κλάδου Πολιτικής & Συστημάτων Ασφαλείας της ΔΕΗ ΑΕ, δηλώνει πως «Η πυροπροστασία αποτελεί ένα από τα πιο ουσιαστικότερα μέσα προστασίας της ανθρώπινης ζωής και της ασφάλειας της υποδομής. Τα βασικότερα μέτρα βασίζονται στους κανονισμούς και σχεδιάζονται κατά τη μελέτη και κατασκευή ενός κτιρίου. Αποβλέπουν αφενός στην πρόληψη του κινδύνου εκδήλωσης πυρκαγιάς στο κτίριο και αφετέρου στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας σε περίπτωση που αυτή εκδηλωθεί. Ανάλογα με το είδος του εξοπλισμού αλλά και της εγκατάστασης υπάρχουν πολλές λύσεις και διάφοροι μηχανισμοί ικανοί να εντοπίσουν γρήγορα κάθε νέα πυρκαγιά. Είναι σημαντικό να επιλεγεί το κατάλληλο, σύγχρονο σύστημα πυροπροστασίας που θα εξασφαλίσει ακρίβεια και αξιοπιστία τη στιγμή που θα χρειαστεί. Η τακτική συντήρηση καθώς και οι συνεχείς έλεγχοι καλής λειτουργίας αποτελούν έναν από τις βασικότερες απαραίτητες προληπτικές ενέργειες για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης, αδιάλειπτης και αποτελεσματικής λειτουργίας των συστημάτων. Ένα πλήρως λειτουργικό σύστημα θα προλάβει την απώλεια ανθρώπινης ζωής και θα μειώσει την οικονομική ζημιά της επιχείρησης. Ένα σύστημα επαρκώς συντηρημένο και εκσυγχρονισμένο θα οδηγήσει στην άμεση ανίχνευση της πυρκαγιάς και θα εκκινήσει τη διαδικασία πυρόσβεσής της, προσφέροντας αποτελεσματική διαχείριση μίας μείζονος έκτακτης ανάγκης».

Αυτοματοποιημένα συστήματα πυροπροστασίας
Σπουδαία καινοτομία στον τομέα της αντιπυρικής προστασίας αποτελούν τα αυτοματοποιημένα συστήματα, τα οποία εξειδικεύονται στην πυρανίχνευση και στην οργάνωση των διαδικασιών έκτακτης ανάγκης. Υπάρχουν προηγμένες τεχνολογίες, όπως «έξυπνοι» αισθητήρες, οι οποίοι μόλις εντοπίσουν οποιαδήποτε άνοδο της θερμοκρασίας στους χώρους ή στα μηχανήματα, στέλνουν ανάλογες ειδοποιήσεις στους ιδιοκτήτες. Με τον αυτοματισμό, όλες οι διαδικασίες κατάσβεσης και πρόληψης γίνονται γρήγορα, μειώνοντας στο ελάχιστο την πιθανότητα πυρκαγιάς από εσωτερικά αίτια, καθώςακόμη και η πιο μικρή καθυστέρηση στον εντοπισμό μίας εστίας, μπορεί να αποβεί μοιραία για την ακεραιότητα του κτιρίου και την ασφάλεια των ατόμων εντός αυτού.
Η Νικολέττα Αργυροπούλου, Διευθύντρια Ποιότητας, Περιβάλλοντος, Υγείας και Ασφάλειας Εργασίας, Φύλαξης Εγκαταστάσεων της Διανομής Αερίου Αττικής ΑΕ υπογραμμίζει ότι «επιτακτική ανάγκη είναι η τοποθέτηση διευθυνσιοδοτούμενου συστήματος πυρανίχνευσης, ειδικά σε υποδομές όπου ο αριθμός ανιχνευτών είναι υψηλός. Με τα συστήματα αυτά, ο κάθε πυρανιχνευτής αποκτά τη δική του ξεχωριστή διεύθυνση, οπότε σε περίπτωση συναγερμού, ο χρήστης του συστήματος γνωρίζει άμεσα ποιος ανιχνευτής έστειλε το σήμα, μειώνοντας τον χρόνο αναζήτησης. Στις περισσότερες υποδομές είναι εγκατεστημένα ηλεκτρονικά συστήματα ασφάλειας, όπως access control, CCTV, τα οποία μπορούν να συνδέονται με τα συστήματα πυρανίχνευσης, με σκοπό την απελευθέρωση των ελεγχόμενων πορτών για τη γρήγορη εκκένωση της εγκατάστασης και πιθανά την άμεση πρόσβαση με εικόνα του χώρου σε χειριστή του συστήματος βιντεοεπιτήρησης.

Σημαντική επίσης είναι η εγκατάσταση συστημάτων αυτόματης πυρόσβεσης, σε συνέχεια λήψης σήματος πυρανίχνευσης, ώστε να περιορίζεται η απαίτηση ανθρώπινης επέμβασης. Η τεχνολογική εξέλιξη των λογισμικών Συστημάτων Διαχείρισης Κτιρίου (Building Management System-BMS), δίνει τη δυνατότητα μέσω των κατάλληλων interfaces που τοποθετούνται στο σύστημα πυρανίχνευσης και τα υπόλοιπα συστήματα να επικοινωνούν άμεσα μεταξύ τους και να διευκολύνουν τους υπεύθυνους των υποδομών να διαχειριστούν άμεσα μια έκτακτη ανάγκη».
Η μείωση του χρόνου εντοπισμού μίας πυρκαγιάς και ο συντονισμός των συστημάτων κατάσβεσης είναι μείζονος σημασίας, καθώς περιορίζει της υλικές ζημίες και προστατεύει τις ανθρώπινες ζωές. Επί του θέματος, ο Θάνος Ελευθερούδης, Διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχανικός Η/Υ του Τμήματος Ηλεκτρολογικών Μελετών της Olympia Electronics τονίζει πως «τα συστήματα αντιπυρικής προστασίας, είτε ενεργητικά είτε παθητικά, αποτελούν τον βασικότερο πυλώνα διασφάλισης της προστασίας των υποδομών. Η σωστή μελέτη και συνεργασία ενεργητικών και παθητικών συστημάτων οδηγεί σε μείωση του αρχικού χρόνου επέκτασης της φωτιάς, άρα και περιορισμό της έκτασης που λαμβάνει, έγκαιρη ενημέρωση της Πυροσβεστικής, καθώς και γρήγορη εκκένωση του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα είναι μείωση της έκτασης των υλικών ζημιών και, το βασικότερο, η προστασία της ανθρώπινης ζωής».
Σχεδιασμός και προκλήσεις
Προτού προβούμε στην επιλογή των κατάλληλων συστημάτων πυροπροστασίας, πρέπει να γίνει μία εκτίμηση των κινδύνων και των ευπαθειών του κτιρίου, να καταγραφούν οι ιδιαιτερότητες του χώρου και να ληφθεί υπόψη ο λειτουργικός του σκοπός. Με γνώμονα τα παραπάνω στοιχεία, είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα πλήρες πλάνο πυροπροστασίας που θα μπορεί να προλαμβάνει φαινόμενα πυρκαγιάς, αλλά και να τα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά, όποτε χρειαστεί. Τέλος, η εκπαίδευση του προσωπικού και των χρηστών μίας εγκατάστασης κρίνεται απαραίτητη, ώστε να μην επικρατήσει σε κατάσταση κινδύνου πανικός, ανεπιθύμητοι τραυματισμοί και απώλειες.
H Νικολέττα Αργυροπούλου υποστηρίζει πως «με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης ζωής από ενδεχόμενη εκδήλωση πυρκαγιάς σε εργασιακούς χώρους και λοιπές υποδομές που επισκέπτονται τρίτοι, είναι σημαντικό οι υπεύθυνοι των υποδομών να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα πυροπροστασίας. Σίγουρα τα κυριότερα μέτρα αφορούν την εφαρμογή των κανονισμών παθητικής και ενεργητικής πυροπροστασίας, όπως αυτοί αποτυπώνονται στις σχετικές μελέτες κάθε κτιρίου, στην εκτίμηση της επικινδυνότητας των χώρων της υποδομής, παράλληλα με τον σχεδιασμό κατάλληλων μέτρων πρόληψης των φαινομένων πυρκαγιάς ή έκρηξης, καθώς και τεχνικών και οργανωτικών μέτρων για την αντιμετώπιση έκτακτης κατάστασης».
Η Σάρρα Γ. Κωστάλα επισημαίνει ότι «σε μια υποδομή υπάρχουν πολυάριθμες ιδιαιτερότητες και προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει μια επιχείρηση στα θέματα πυρασφάλειας. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δίνεται στην αυστηρή τήρηση των προδιαγραφών που αναφέρονται στους κανονισμούς κατασκευής και λειτουργίας της συγκεκριμένης εγκατάστασης (π.χ. φυσικού αερίου, πετρελαίου, μηχανολογικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις κ.λπ.). Είναι σημαντική η επιλογή κατάλληλου εξοπλισμού, καθώς επίσης και η τακτική συντήρηση του, ενώ δε θα πρέπει να παραλείπουμε τη σημασία της ορθής εκτίμησης, καταγραφής και αξιολόγησης των σχετικών κινδύνων, προκειμένου να οδηγηθούμε στη λήψη κατάλληλων μέτρων πρόληψης, αποτροπής και διαχείρισής τους. Όλα τα παραπάνω πρέπει να συνοδεύονται από τον κατάλληλο σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης και τη διαρκή εκπαίδευση των εργαζόμενων, ώστε στην περίπτωση πραγματικής ανάγκης τα συστήματα να λειτουργήσουν “αυτόματα” και οι εργαζόμενοι “μηχανικά”».
Ιδιαίτερη πρόκληση αποτελεί σήμερα η αντιπυρική θωράκιση των διατηρητέων κτιρίων, καθώς αν και η αναπαλαίωση τους αποτελεί τάση της εποχής, με στόχο την επαναλειτουργία τους ως ιδιόκτητων κατοικιών ή επιχειρηματικών και δημόσιου ενδιαφέροντος χώρων, φαίνεται πως η σχετική αντιπυρική νομοθεσία είναι ξεπερασμένη και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των σύγχρονων κτιρίων. Συνεπώς αναδεικνύεται το επιτακτικό αίτημα επικαιροποίησης του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, το οποίο επί του παρόντος κρίνεται ελλιπές.

Ο Βασίλης Αξιώτης, Προϊστάμενος Τομέα Πυροπροστασίας της Σαμαράς & Συνεργάτες ΑΕ – Σύμβουλοι Μηχανικοί αναφέρει ότι «τον 20ο αιώνα κοινωνικοί, λειτουργικοί και αισθητικοί – κατασκευαστικοί λόγοι, οδηγούν στη συντήρηση – αποκατάσταση και ανάδειξη μνημείων και διατηρητέων κτιρίων, ως βασική παράμετρο εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρά τα, σε πολλές περιπτώσεις, εμβληματικά, με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα κτίρια, και ενίοτε αμφιβόλου λειτουργικότητας κτίρια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στην Ελλάδα έχει αναθεωρηθεί η προσέγγιση αυτών των κτιρίων από άποψη πυροπροστασίας. Η αποκατάσταση έργων -ορόσημα παλαιοτέρων εποχών- σε συνδυασμό με τις σύγχρονες απαιτήσεις λειτουργίας, αποτελούν πρόκληση, δημιουργώντας αρχικά έντονο προβληματισμό και στη συνέχεια δυναμική τάση υλοποίησης ενός δυναμικού νομοθετικού πλαισίου πυροπροστασίας μνημείων και διατηρητέων κτιρίων. Η εξέλιξη και προσαρμογή της νομοθεσίας πυροπροστασίας στα νέα δεδομένα και απαιτήσεις το τελευταίο διάστημα είναι έκδηλη. Είναι φανερό, ότι έφτασε η στιγμή για την έκδοση ειδικής νομοθεσίας πυροπροστασίας αποκλειστικά σε μνημεία και διατηρητέα κτίρια».
Συμπερασματικά, η πυροπροστασία των δομών είναι πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία απαιτεί ενδελεχή μελέτη των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν βάσει της λειτουργικότητας του κτιρίου και της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής δομής της εκάστοτε εγκατάστασης. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει προσφέρει στους υπεύθυνους ασφαλείας μία μεγάλη γκάμα συστημάτων πυρανίχνευσης και πυρόσβεσης, τα οποία μπορούν να προσφέρουν αποτελεσματική προστασία σε κάθε είδος κτιριακής μονάδας. Ένα από τα σπουδαιότερα πλεονεκτήματα των σύγχρονων αντιπυρικών συστημάτων είναι ο αυτοματισμός, καθώς δεκάδες διαδικασίες και πληροφορίες διεκπεραιώνονται και αναλύονται αντίστοιχα σε μηδαμινό χρόνο. Η πρώιμη επέμβαση μπορεί να αποτρέψει ένα φαινόμενο πυρκαγιάς ή να περιορίσει τις υλικές καταστροφές και τον κίνδυνο τραυματισμού του ανθρώπινου δυναμικού. Αναμφίβολα, η πρόληψη αποτελεί εγγυημένη μέθοδο για την εξάλειψη των φαινομένων φωτιάς, που οφείλονται στις περιβαλλοντικές συνθήκες εντός του οικοδομήματος. Ο προσεγμένος σχεδιασμός, συνδυαστικά με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών, αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση και την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στις υποδομές.