Ο λόγος στους Β. Καμινάρη (Εταίρος, Υπηρεσίες Διασφάλισης EY Ελλάδος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Διασφάλισης Ν.Α. Ευρώπης), Π. Παπαμιχαλόπουλο (Associate Partner, Τμήμα Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών), Κ. Πεχλιβανίδη (Director, Τμήμα Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών, Real Estate & Hospitality Leader).

Πόσο διαδεδομένες είναι οι έννοιες του ψηφιακού μετασχηματισμού και της βιώσιμης ανάπτυξης των υποδομών, διεθνώς και στην Ελλάδα;

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η βιώσιμη ανάπτυξη των υποδομών αναφέρονται στην ανάπτυξη υποδομών που σχεδιάζεται και υλοποιείται λαμβάνοντας υπόψη, εκτός από την οικονομική βιωσιμότητα, την προστασία του περιβάλλοντος και το κοινωνικό όφελος, με στόχο αυτές να έχουν θετικές επιδράσεις και πολλαπλασιαστικό όφελος για την οικονομία, το κοινωνικό σύνολο και το περιβάλλον, καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους.

Σήμερα, αυτές οι δύο έννοιες βρίσκονται στο επίκεντρο της αναπτυξιακής στρατηγικής όλων των ανεπτυγμένων χωρών. Οι πόροι του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που αφορούν και τη χώρα μας -ύψους €31 δισ., χωρίς να υπολογίζονται οι ιδιωτικές επενδύσεις- κατευθύνονται κυρίως σε έργα που συνδέονται με την πράσινη (38% ή €11,7 δισ.) και την ψηφιακή μετάβαση (22% ή €6,82 δισ.). Το ίδιο συμβαίνει με το πρόγραμμα ύψους $2 τρισ. που παρουσιάστηκε πρόσφατα στις ΗΠΑ, το οποίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις υποδομές, ενώ και η Ιαπωνία πρόσφατα δεσμεύτηκε για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα μέχρι το 2050. Αντίστοιχα, πλαίσια και συμφωνίες-ορόσημα, όπως η Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή και η Ατζέντα 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, απαιτούν επενδύσεις σε υποδομές που υποστηρίζουν την αειφορία. Στην Ελλάδα, δε, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης των υποδομών κερδίζει συνεχώς έδαφος και αποτελεί στρατηγικό στόχο του Υπουργείου Υποδομών.

Η βιώσιμη ανάπτυξη και η μετασχηματιστική τεχνολογία είναι δύο διαφορετικές «οντότητες» ή αλληλοσυμπληρώνονται;

Ενώ πρόκειται για δυο τάσεις θεωρητικά ανεξάρτητες, στην πραγματικότητα συνδέονται σημαντικά. Βιώσιμη ανάπτυξη και μετασχηματιστική τεχνολογία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη, είτε για την επιχειρηματική κοινότητα, είτε για την ίδια την κοινωνία, χωρίς τον τεχνολογικό μετασχηματισμό.

Οι περισσότερες από τις λύσεις που θα μας επιτρέψουν να κινηθούμε προς μια βιώσιμη ανάπτυξη στηρίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία. Από τα έξυπνα δίκτυα στις αστικές περιοχές, μέχρι τα ηλεκτρικά και υβριδικά οχήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας έχει τροφοδοτήσει, ταυτόχρονα, τόσο τη στροφή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, όσο και την εντατικοποίηση των προσπαθειών για ψηφιοποίηση. Αυτή ακριβώς η αλληλοσυμπλήρωση, δημιουργεί εξαιρετικές ευκαιρίες ανάπτυξης για τον κατασκευαστικό κλάδο, όπως η κατασκευή νέων τηλεπικοινωνιακών δικτύων (5G, οπτικές ίνες), τα δίκτυα φόρτισης ηλεκτρικών αυτοκινήτων, τα έξυπνα δίκτυα ενέργειας, η διαχείριση ενέργειας κτιρίων, τα δίκτυα αισθητήρων.

Συνηθίζουμε να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα υπολείπεται στους περισσότερους δείκτες σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Οι καθυστερήσεις και η εκτόξευση του κόστους σε μεγάλα έργα είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο;

Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα υπολείπεται σε μερικούς κρίσιμους δείκτες, όμως έχει θέσει, παράλληλα, εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους για το μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι καθυστερήσεις και η εκτόξευση του κόστους σε μεγάλα έργα υποδομών αποτελούν ένα φαινόμενο που παρατηρείται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν το νέο αεροδρόμιο του Βερολίνου, το ήδη ολοκληρωμένο Eurotunnel, καθώς και η νέα γραμμή Crossrail στο Λονδίνο. Και όλα αυτά, σε χώρες που φημίζονται διεθνώς για την ακρίβεια και την αποτελεσματικότητά τους. Παρόλο που καθυστερήσεις και υπερβάσεις κόστους παρατηρούνται και σε έργα μικρότερου προϋπολογισμού, στην περίπτωση των μεγάλων έργων υποδομών οι υπερβάσεις των χρονοδιαγραμμάτων και των προϋπολογισμών εκτοξεύονται.

Πόσο μεγάλη πρόκληση συνιστά ο ψηφιακός μετασχηματισμός για την κατασκευαστική αγορά, αλλά και για τον τρόπο που εργάζονται οι μηχανικοί;

Ενώ ο κλάδος παραμένει υπερβολικά βασισμένος σε χειροκίνητες διαδικασίες για τον κύκλο ζωής του κατασκευαστικού έργου, εντούτοις αναγνωρίζει την ανάγκη αλλαγής.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός μέσω της εισαγωγής τεχνολογιών, όπως εφαρμογών μοντελοποίησης πληροφοριών (Building Information Modelling ή BIM), του Internet of Things, των Big Data και της μηχανικής μάθησης (Machine Learning), δεν εξελίσσει απλώς το περιβάλλον δραστηριοποίησης του κατασκευαστικού κλάδου, αλλά το διαταράσσει δραστικά. Οι απαιτήσεις κατασκευής των νέου τύπου «ευφυών υποδομών» (smart infrastructure), αποτελούν τεράστια πρόκληση, κυρίως λόγω της ανάγκης που αυτές οι τεχνολογίες δημιουργούν για επένδυση, κατάρτιση και εξειδίκευση στη χρήση τους. Η έγκαιρη επένδυση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, θα επιτρέψει στον κλάδο να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που υπάρχουν.

Στην καθημερινή εργασία των μηχανικών, η ψηφιοποίηση αναμένεται να υποβοηθήσει τον σχεδιασμό νέων υποδομών και την ανακατασκευή υπαρχόντων, βελτιώνοντας την ποιότητα, την ταχύτητα και την ακρίβεια της λήψης αποφάσεων, ενώ θα οδηγήσει και στη μείωση του κόστους. Υπάρχουν, ωστόσο, και προβλήματα που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό και έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και στον κατασκευαστικό κλάδο, όπως οι επιθέσεις κακόβουλου λογισμικού.

Ποια είναι τα «αγκάθια» που δυσκολεύουν την έλευση του ψηφιακού μετασχηματισμού στην ελληνική κατασκευαστική αγορά;

Προκλήσεις αποτελούν το κόστος εισαγωγής ψηφιακών εφαρμογών σε έναν κλάδο που έχει πληγεί από την οικονομική κρίση, καθώς και η εκπαίδευση των πολλών ιδιωτών μηχανικών πανελλαδικά και, αντίστοιχα, των στελεχών κατασκευαστικών εταιρειών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι οι Έλληνες μηχανικοί και τα στελέχη κατασκευαστικών εταιρειών διαθέτουν τις σπουδές και το υπόβαθρο γνώσεων που τους επιτρέπουν τη σχετικά γρήγορη αφομοίωση νέων μεθόδων και τεχνολογιών. Όμως, το brain drain της προηγούμενης δεκαετίας έχει αφήσει ένα κενό στην αγορά, με πολλούς αξιόλογους μηχανικούς να έχουν αναζητήσει εργασία στο εξωτερικό, εξαιτίας της έλλειψης μεγάλων έργων.

Τι έχουν να κερδίσουν, σε όρους παραγωγικότητας και κόστους, οι κατασκευαστικές εταιρείες που ανεβαίνουν στο άρμα των νέων τεχνολογιών;

Η εισαγωγή έξυπνων νέων τεχνολογιών θα επιτρέψει τον σχεδιασμό και τη μελέτη κατασκευών με γρηγορότερο, οικονομικότερο και ποιοτικότερο τρόπο. Τέτοιες λύσεις θα επιτρέπουν, για παράδειγμα, στους σχεδιαστές, να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις σχεδιασμού, προτού ξεκινήσουν την κατασκευή. Παράλληλα, θα παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζονται πιο εύκολα, γρήγορα και αποτελεσματικά, τυχόν τεχνικές και κατασκευαστικές προκλήσεις, οδηγώντας σε εξοικονόμηση πόρων. Αυτό θα σημάνει επιπλέον εξασφάλιση πόρων για το Δημόσιο και, παράλληλα, την παροχή πιο ποιοτικών υποδομών στους πολίτες.

Ταυτόχρονα, η εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες θα υποστηρίξει την παροχή νέων υπηρεσιών από τις κατασκευαστικές εταιρείες, ώστε να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά οι ευκαιρίες που δημιουργούνται, για παράδειγμα, στα έξυπνα δίκτυα, στη διαχείριση ενέργειας, κ.λπ.

Ποια είναι κατά την άποψή σας η θέση του ΒΙΜ στην ψηφιακή μεταστροφή των επιχειρήσεων;

Τα συστήματα BIM αποτελούν κομβικής σημασίας εργαλεία για την αποτελεσματική υλοποίηση των διαδικασιών σχεδιασμού, κατασκευής και διαχείρισης κτιρίων και τεχνικών έργων, καθώς επιτρέπουν, μεταξύ άλλων: την ενσωμάτωση και συνέργεια μεταξύ νέων τεχνολογιών, την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση πρώτων υλών, τη βελτιστοποίηση υπαρχουσών διαδικασιών (με συρρίκνωση του χρόνου αποπεράτωσης έργων κατά 30% και του κόστους κατά 15%), και τη μείωση του σχετικού αρχικού κόστους των έργων (υπολογίζεται ότι μια μείωση του κόστους αυτού σε ποσοστό 2% μπορεί να επιφέρει μείωση συνολικού κόστους στη διάρκεια της ζωής του έργου κατά 20%).

Ο κατασκευαστικός κλάδος, παραδοσιακά, είναι αργός στην υιοθέτηση τεχνολογικών καινοτομιών. Έτσι, και παρά το γεγονός ότι το ΒΙΜ χρησιμοποιείται εδώ και 20 χρόνια, δεν έχει ακόμα υιοθετηθεί ευρέως, εξαιτίας του κατακερματισμού του κλάδου, της μη αποτελεσματικής συνεργασίας των εμπλεκομένων μερών, της έλλειψης κατάλληλα καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού, και της δυσκολίας μεταφοράς τεχνογνωσίας μεταξύ έργων και μεταξύ διαφορετικών επιπέδων της αλυσίδας αξίας. Εκτιμάται ότι μια βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κλάδου, της τάξης του 1%, θα εξοικονομούσε περίπου $100 δισ., παγκοσμίως. Ιδιαίτερα όσον αφορά την επίπτωση των κτιριακών εγκαταστάσεων στο περιβάλλον, υπολογίζεται ότι το 30% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προέρχονται από αυτές. Είναι σαφές, επομένως, ότι η καθολική υιοθέτηση συστημάτων αυτοματοποίησης από τον κατασκευαστικό κλάδο θα έχει πολλαπλά οφέλη στην κερδοφορία, καθώς και στις επιδράσεις του στο περιβάλλον και στην ποιότητα ζωής του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.

Η άποψή μας είναι ότι τα κτίρια και οι πόλεις γίνονται «εξυπνότερες», καθώς η ψηφιοποίηση πυροδοτεί αλλαγές στο περιβάλλον και στον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, ζούμε και μετακινούμαστε. Η αύξηση της αποτελεσματικότητας των εργαλείων και των διαδικασιών BIM, καθώς και η περαιτέρω διασαφήνιση της συμβολής τους στη δημιουργία αξίας, θα καταστήσει το BIM απαραίτητο και αδιαμφισβήτητο κομμάτι του κατασκευαστικού κλάδου.

Πόσο σημαντική είναι για την αγορά των μεγάλων τεχνικών έργων η τάση της κυκλικής οικονομίας;

Απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η κοινωνία μας και να εξασφαλίζεται η επάρκεια, η σταθερότητα και η διάρκεια των φυσικών πόρων, είναι να ακολουθηθεί ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που θα περιορίζει τα απόβλητα, μειώνοντας, παράλληλα, την ανάγκη για νέους πόρους που αντλούνται με μεγάλο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυκλική οικονομία, ακριβώς επειδή αποτελεί ένα οικονομικό μοντέλο που είναι σχεδιασμένο να αποκαθίσταται και να αναδημιουργείται από πρόθεση, είναι μία πολύ σημαντική τάση για την αγορά των μεγάλων τεχνικών έργων, καθώς όχι μόνο μπορεί να περιορίσει το οικονομικό κόστος τους, μέσω της ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης των απαραίτητων πρώτων υλών, αλλά μειώνει, παράλληλα, το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, δημιουργώντας πρόσθετη αξία για το κοινωνικό σύνολο, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής τους.

Στην πράξη, 1,24 δισεκατομμύρια οικοδομημένα τετραγωνικά μέτρα έχουν ήδη λάβει την πιστοποίηση LEED παγκοσμίως, ενώ, στην Ευρώπη, μέχρι και το 2050, αναμένεται συνολική εξοικονόμηση της τάξης του £1,3 δισ., μέσω υιοθέτησης αειφόρων οικοδομικών πρακτικών.

Ποιος ο ρόλος της βιώσιμης ανάπτυξης αναφορικά με τη βιωσιμότητα της οικονομίας και, φυσικά, των παραγωγικών κλάδων;

Το οικονομικό μοντέλο στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι βιώσιμο, καθώς οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξάντληση των φυσικών πόρων και στην υπερθέρμανση του πλανήτη, με συνέπειες που θα έχουν τεράστιο κόστος για την παγκόσμια οικονομία, αλλά, βεβαίως, και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, οι πολιτικές για την αντιστροφή των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, παρότι βραχυπρόθεσμα μπορεί να έχουν δημοσιονομικό κόστος, παράλληλα δημιουργούν μεγάλες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις, ανοίγοντας νέα πεδία επιχειρηματικής δράσης, και θέτοντας τις αναγκαίες προϋποθέσεις για ισχυρή ανάπτυξη.

Πόσο μπορούν να επωφεληθούν οι εταιρείες από την επαναχρησιμοποίηση των δομικών υλικών;

Η επαναχρησιμοποίηση πρώτων υλών αποτελεί κεντρικό πυλώνα της εφαρμογής μιας κυκλικής οικονομίας σε αστικό επίπεδο, και μπορεί να μειώσει την πίεση που ασκούν οι πόλεις στο περιβάλλον, μέσω της αποδοτικότερης χρήσης και της επαναχρησιμοποίησης των πόρων. Η μετάβαση σε μια οικονομία με δίκαιες και ηθικές αλυσίδες εφοδιασμού, με επίκεντρο τον επαναπροσδιορισμό χρήσεων και την επαναχρησιμοποίηση, δημιουργεί τοπικές θέσεις εργασίας, υποστηρίζει μικρές επιχειρήσεις και έχει οφέλη για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο – η επανεπένδυση του εγγενούς πλούτου των υπαρχόντων υλικών στην κοινότητα, μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες απασχόλησης και οικονομικές δυνατότητες, να αντιμετωπίσει το αστικό πρόβλημα και να συμβάλει στην επίτευξη προσιτών στόχων στέγασης.

Σύμφωνα με μελέτη της EY για λογαριασμό του ΣΕΒ το 2016, υπολογιζόταν ότι έως το 2030, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κυκλική οικονομία θα μειώσει την κατανάλωση πρώτων υλών – συμπεριλαμβανομένων των δομικών υλικών – κατά 32%. Η ίδια μελέτη εντόπιζε ανάγκη σημαντικής βελτίωσης της διαχείρισης αποβλήτων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στο νέο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο του 2020, και αποτελεί βασικό πυλώνα της «Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας» (European Green Deal), περιλαμβάνονται δράσεις που αφορούν τον συνολικό κύκλο ζωής των προϊόντων και την ενίσχυση της αξίας των αποβλήτων, στοχεύοντας στη διατήρηση της κατανάλωσης των πόρων στην ευρωπαϊκή οικονομία, για όσο το δυνατόν περισσότερο εντός των πλανητικών ορίων. Το Σχέδιο Δράσης περιλαμβάνει συγκεκριμένες δράσεις για επιλεγμένες αλυσίδες αξίας προϊόντων, ενώ σε αυτή τη λίστα βρίσκονται και οι κατασκευές και τα κτίρια, αφού ο συγκεκριμένος τομέας συγκαταλέγεται στους τομείς εντατικής χρήσης πόρων που, παράλληλα, παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλές δυνατότητες εφαρμογής της κυκλικότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επαναχρησιμοποίηση των δομικών υλικών που προέρχονται από αποδόμηση, αποτελεί τον βασικότερο τρόπο αξιοποίησης αυτών των πρώτων υλών, με σκοπό την ολοκληρωμένη διαχείριση και την ελαχιστοποίηση της ποσότητας αποβλήτων που απελευθερώνονται στο φυσικό περιβάλλον. Βασικές τάσεις που σχετίζονται με την αειφόρο χρήση δομικών υλικών, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τούβλα από ανακυκλωμένα αποτσίγαρα και γεωπολυμερή τσιμέντα που χρησιμοποιούνται ως εναλλακτική λύση του συμβατικού τσιμέντου Portland, για χρήση σε εφαρμογές μεταφορών, υποδομής, κατασκευών και υπεράκτιων εγκαταστάσεων, καθώς μειώνουν σημαντικά το αποτύπωμα άνθρακα της παραγωγής τσιμέντου, ενώ συγχρόνως υπερκαλύπτουν τις απαιτήσεις αντοχής για πολλές κοινές χρήσεις.

Η επιχειρηματική κοινότητα θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός σχεδίου δράσης για την επίτευξη καλύτερης ρύθμισης, χρηματοδότησης και ενημέρωσης, με στόχο την αύξηση της επαναχρησιμοποίησης, επισκευής, ανακαίνισης και ανακύκλωσης των υπαρχόντων υλικών και προϊόντων, η οποία αναμένεται να έχει, εκτός από θετική περιβαλλοντική επίδραση, και θετικό αντίκτυπο στην οικονομία, μέσω της προώθησης νέων ευκαιριών ανάπτυξης και απασχόλησης.

Ποια γνωρίσματα πρέπει να διαθέτουν οι επιχειρήσεις του κατασκευαστικού κλάδου, για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού και της αειφορίας;

Οι επιχειρήσεις οφείλουν να θέσουν τα θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (τα κριτήρια ESG) στο επίκεντρο της στρατηγικής τους, και να μην τα αντιμετωπίζουν απλώς ως ένα ζήτημα συμμόρφωσης. Έτσι θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις, αλλά και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο πεδίο της αειφορίας. Σήμερα η κοινωνία, οι εργαζόμενοι αλλά και οι επενδυτές, όταν αξιολογούν τις επιχειρήσεις, δίνουν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στις επιδόσεις τους σε αυτά τα ζητήματα και απαιτούν αναλυτική και τεκμηριωμένη ενημέρωση σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό ισχύει για το σύνολο των επιχειρήσεων, αλλά πολύ περισσότερο στον κατασκευαστικό κλάδο, που έχει σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Σε ό,τι αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό, η μεγάλη πρόκληση έγκειται στην εξασφάλιση ισορροπίας μεταξύ της τεχνολογίας και του ανθρώπινου παράγοντα. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί μονόδρομο για τις επιχειρήσεις, ενώ, συγχρόνως, μπορεί να απελευθερώσει τους εργαζόμενους από επαναληπτικές διεργασίες, επιτρέποντάς τους να επικεντρωθούν σε πιο ουσιαστικές, αλλά και να τους φέρει πιο κοντά στην επιχείρηση και μεταξύ τους, όπως διαπιστώθηκε στο διάστημα της πανδημίας.