Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η επιχειρηματικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη, ενσωματώνοντας, πλέον, εντονότερα από ποτέ άλλοτε, κοινωνικές διαστάσεις, εκτοπίζοντας, μερικώς τουλάχιστον, το κέρδος από την κεντρικότητά του.

Οι τελευταίες δεκαετίες έχουν, αναντίρρητα, αποτελέσει μια ιδιαίτερη περίοδο μετασχηματισμού του επιχειρείν, καθώς και των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων και οργανωμένης κοινωνίας πολιτών. Από τη μια πλευρά, όλο και συχνότερα παρατηρείται η τάση τοποθέτησης στον πυρήνα των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών όρων, σχεδόν θα έλεγε κανείς πλέον «παραδοσιακών», όπως εταιρική κοινωνική ευθύνη, κοινωνικός αντίκτυπος, συνεισφορά στην (τοπική) κοινωνία, αλλά και ακόμα πιο σύγχρονων όπως κοινωνική επιχειρηματικότητα, ESG, B Corps, impact investing. Με άλλα λόγια, η επιχειρηματικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη, ενσωματώνοντας πλέον, εντονότερα από ποτέ άλλοτε, κοινωνικές διαστάσεις, εκτοπίζοντας, μερικώς τουλάχιστον, το κέρδος από την κεντρικότητά του. Αντίστοιχα, οι σχέσεις επιχειρήσεων με οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, στο πλαίσιο μάλιστα της σταδιακής ανάπτυξης και του πολλαπλασιασμού των δεύτερων, έχουν αλλάξει από τον περισσότερο συγκρουσιακό χαρακτήρα τους σε έναν πιο συνεργατικό.
Αυτές οι εξελίξεις προφανώς δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο έναν σημαντικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτό των υποδομών. Με τη χώρα να βρίσκεται σε μια, σχεδόν συνεχή, ενίσχυση των υποδομών της τις τελευταίες δεκαετίες και με τον οικοδομικό κλάδο να προσφέρει παραδοσιακά σημαντικά στο ελληνικό ΑΕΠ, πολλές σχετικές ελληνικές επιχειρήσεις κατάφεραν να ανθίσουν, και άλλες να είναι εξαιρετικά εξωστρεφείς και πετυχημένες και σε ξένες αγορές.
Αδιαμφισβήτητα, η εξέλιξη του επιχειρείν και η θετική πορεία του κλάδου των υποδομών έχουν συντελέσει στη σταδιακή ενίσχυση του κοινωνικού προσώπου του, με πλήθος δράσεων ΕΚΕ να υλοποιούνται κάθε χρόνο σχεδόν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Παραδοσιακά, οι δράσεις αυτές, οι οποίες συχνότερα αφορούν σε συνεργασίες με Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις, εμπεριέχουν έναν τοπικό χαρακτήρα: οι επιχειρήσεις ενισχύουν τις τοπικές κοινωνίες όπου εδρεύουν παραγωγικές τους μονάδες. Η πρακτική αυτή παραδοσιακά βασιζόταν στην προσπάθεια εξομάλυνσης των όποιων επιβαρύνσεων της παραγωγικής δραστηριότητας στην τοπική κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια, όμως, σε πολλές των περιπτώσεων έχει ξεπεράσει αυτήν την πρακτική, αναδεικνύοντας το πώς δράσεις θετικού κοινωνικού αντικτύπου μπορούν όχι μόνο να εξισσορροπούν επιβαρύνσεις αλλά και να δημιουργούν πρόσθετη αξία για την περιοχή, πέρα φυσικά από την τόνωση της τοπικής οικονομίας και αγοράς εργασίας.

Προσφορά σε είδος
Παράλληλα, ένα σημαντικό κομμάτι του κλάδου είναι ενεργό προς την ενίσχυση ευρύτερων κοινωφελών δράσεων, με συχνότερη την προσφορά σε είδος, για την πραγματοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή εργασιών ανακατασκευής/ανακαίνισης. Διάφορες εταιρείες τοποθετούνται θετικά στη δωρεά υλικών που κατασκευάζουν/εμπορεύονται ή στην παροχή τους με πολύ σημαντική έκπτωση, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την υλοποίηση σχετικών έργων που ίσως δεν θα ήταν οικονομικά εφικτό. Σημαντική διάσταση σε τέτοιες δράσεις, φαίνεται να αναδεικνύεται η διαχείριση των logistics της δωρεάς περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, και εκεί είναι που απαιτείται ένας καλός συντονισμός μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου.

Εθελοντισμός
Μια δεύτερη κατηγορία υποστήριξης, η οποία μάλιστα έχει ιδιαίτερα αυξητική τάση, είναι αυτή της ένταξης του προσωπικού της επιχείρησης σε εθελοντικές δράσεις. Άλλωστε, αρκετές από τις εταιρείες του κλάδου διαθέτουν σημαντικούς αριθμούς εργαζομένων οι οποίοι μπορούν να υποστηρίξουν καθοριστικά έναν κοινωφελή σκοπό.
Έτσι, συχνές είναι οι περιπτώσεις όπου μαζί με μία, για παράδειγμα, δωρεά χρωμάτων η επιχείρηση κινητοποιεί και το προσωπικό της προς περαιτέρω υποστήριξη του δωρεοδόχου, με μια πρόσθετη δράση λ.χ. «βάφουμε για καλό σκοπό».
Αντίστοιχα, αρκετές επιχειρήσεις συνεργαζόνται με ΜΚΟ στη βάση καλέσματος προς τους εργαζομένους τους να συνδράμουν οικονομικά στις δράσεις τους (με την εταιρεία συχνά να διπλασιάζει το ποσό που θα συλλεχθεί) ή επιλέγουν προϊόντα που παράγονται από ΜΚΟ για τα εταιρικά δώρα των εορταστικών περιόδων. Υπάρχουν, δε, πολλές εξαιρετικές προσπάθειες ανά την Ελλάδα που θα άξιζαν τη στήριξή τους, αρκεί να τις ανακαλύψει κανείς, καθώς στον τομέα της πληροφόρησης υπάρχει μια σχετική δυσκολία. Από την πλευρά των ΜΚΟ, δε, που ήδη έχουν συνεργαστεί με επιχειρήσεις του κλάδου, καταγράφεται ως σημαντική η επίτευξη μιας τακτικότητας/σταθερότητας της συνεργασίας, καθώς θα διευκόλυνε τον προγραμματισμό τους. Τέλος, αν και αποτελεί μικρό ποσοστό, καταγράφουμε περιπτώσεις δωρεάς χρημάτων για την υλοποίηση συγκεκριμένων προγραμμάτων προς ειδικές, ευάλωτες κοινωνικά, ομάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέλλον εμφανίζεται ως θετικό για την περαιτέρω άνθιση των συνεργασιών εταιρειών του κλάδου υποδομών με ΜΚΟ.
Οι αναλύσεις του HIGGS υποδεικνύουν ότι το ευρύτερο πλαίσιο (πολιτικό, οικονομικό, νομοθετικό) γίνεται ολοένα και πιο έτοιμο για ενίσχυση των δομών ΜΚΟ, ειδικά μέσα από την αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων/μη αξιοποιήσιμων κτιρίων ανά την επικράτεια, συχνά ευθύνης δημοτικών αρχών. Με τις κοινωνικές ανάγκες να παραμένουν υψηλές, οφείλουμε ευρύτερα ως χώρα να αξιοποιήσουμε αδρανείς χώρους για δράσεις με θετική κοινωνική ωφέλεια, δημιουργώντας, έτσι, ένα εξαιρετικό παράθυρο ευκαιρίας για τριμερείς συνεργασίες (κράτος, ΜΚΟ, επιχειρήσεις) προς όφελος του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας.

*Ο κ. Σωτήρης Πετρόπουλος είναι Co-Founder της HIGGS (Higher Incubator Giving Growth & Sustainability)