Οι συνηθέστερες αστοχίες στα χρώματα και τις βαφές και οι τρόποι αντιμετώπισής τους. Πόσο κομβικός είναι ο ρόλος των προγραμμάτων κατάρτισης των τεχνιτών στην πρόληψη των αστοχιών σε βαφές και χρώματα;

«Μη φοβάστε την τελειότητα. Δεν θα την πετύχετε ποτέ» είπε κάποτε ο Ισπανός ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί και, ασφαλώς, τα συστήματα βαφής δεν θα μπορούσαν να αποτελούν την εξαίρεση αυτού του κανόνα. «Κατά την εφαρμογή ενός συστήματος βαφής μπορεί να προκύψουν αστοχίες. Κάποιες από αυτές είναι δύσκολο να αποφευχθούν ακόμη και από έμπειρους εφαρμοστές, ενώ άλλες μπορούν εύκολα να αποφευχθούν» αναφέρει ο Χρήστος Ταχτατζής, Μηχανολόγος Μηχανικός της ΣΤΕΛΜΑ Α.Τ.Ε. Και καθώς οι βαφές και τα χρώματα διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στη διαμόρφωση και προστασία των επιφανειών σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους, αντιλαμβανόμαστε πως οι τυχόν αστοχίες στα συγκεκριμένα υλικά επηρεάζουν καθοριστικά την αισθητική και τη λειτουργικότητα των επιφανειών.

Γρηγόρης Χρονόπουλος, Πολιτικός μηχανικός – Πιστοποιημένος εργολάβος χρωματισμών, Chronopoulos-Paints

Οι συνηθέστερες αστοχίες
Όπως περιγράφει ο Αντώνης Ασπρόπουλος ,Mηχανολόγος μηχανικός- ιδιοκτήτης και διαχειριστής της επιχείρησης υπηρεσιών εφαρμογής συστημάτων χρωματισμού και θερμοπρόσοψης ΑΝΤΏΝΗΣ ΑΣΠΡΟΠΟΥΛΟΣ ΙΚΕ, «η εφαρμογή ενός συστήματος βαφής σε οποιασδήποτε επιφάνεια είναι αρκετά περίπλοκη και περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές παραμέτρους, με πολύ μεγάλη πιθανότητα σφάλματος σε κάποια από αυτές».

«Ένα από τα συνηθέστερα σφάλματα είναι η λάθος προετοιμασία της επιφάνειας εφαρμογής, η οποία πρέπει να είναι ‘’ώριμη’’ » περιγράφει, εξηγώντας μας πως τα συστατικά της πρέπει να έχουν πλήρως σταθεροποιηθεί, αντιδρώντας με το περιβάλλον, αλλά και να είναι ελεύθερη υγρασίας, καθαρή από υπολείμματα εξωγενών ή επίκτητων παραγόντων».

«Επιπλέον παράμετροι είναι η μη τήρηση των οδηγιών εφαρμογής των υλικών, οι οποίες αναφέρονται από τον κατασκευαστή στο δοχείο συσκευασίας, και λεπτομερέστερα στο data sheet (τεχνικό φυλλάδιο) του υλικού, και η ελλιπής τεχνική κατάρτιση των εφαρμοστών, που έχουν εκπαιδευτεί βιωματικά και όχι μέσα από κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται» συνεχίζει.

Όπως καταλήγει «όλα τα παραπάνω οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ελλιπή πρόσφυση – συνοχή – συνεκτικότητα – αντοχή του συστήματος, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του, μερικώς ή ολικώς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ή και άμεσα».

«Συνηθέστερες αστοχίες στις βαφές είναι οι αποκολλήσεις αυτών, ενώ στα χρώματα το ξεθώριασμα των αποχρώσεων, ειδικά στις εξωτερικές επιφάνειες» μας λέει ο Γρηγόρης Χρονόπουλος, Πολιτικός μηχανικός – Πιστοποιημένος εργολάβος χρωματισμών στη Γρηγόρης Χρονόπουλος.

Ο Χρήστος Ταχτατζής συγκαταλέγει στις πιο σημαντικές κατηγορίες αστοχιών στα αντιδιαβρωτικά συστήματα βαφών το Peeling (ξεφλούδισμα), που προκαλείται όταν μια ή περισσότερες στρώσεις του συστήματος βαφής αποκολλώνται εύκολα από την προηγούμενη στρώση βαφής ή από την μεταλλική επιφάνεια με τη μορφή μικρών ή μεγάλων φλουδών. Επίσης, ως αστοχία αναφέρει τα Voids (κενά), που οφείλονται σε παγιδευμένο διαλυτικό ή σε παγιδευμένο αέρα και με την πάροδο του χρόνου προσελκύουν υγρασία και τις φουσκάλες (blisters), που είναι συχνά σφαιρικές και μπορεί να παρουσιάζονται στεγνές ή γεμάτες με υγρό.

«Όταν το μέγεθος των φουσκαλών αυξάνεται, είναι ένδειξη για περαιτέρω απώλεια της πρόσφυσης και, με την πάροδο του χρόνου, η στρώση βαφής θα ανασηκωθεί από την προηγούμενη ή από την μεταλλική επιφάνεια» σημειώνει.

Όπως αναφέρει, «άλλες αστοχίες είναι μικροί κρατήρες ή οπές στη στρώση βαφής, που συχνά ονομάζονται pinholes, ρωγμές που εμφανίζονται στην επιφάνεια του συστήματος βαφής και μπορεί να φτάσουν σε βάθος μίας στρώσης βαφής και το Blushing, που εμφανίζεται σαν ένας λεπτός λευκός κολλώδης υμένας στην επιφάνεια του χρώματος, αφού έχει στεγνώσει, σε στρώσεις βαφής που αποτελούνται από amine-cured epoxy coatings συνήθως».

Επιπλέον, όπως δηλώνει ο Χρήστος Ταχτατζής, μεταξύ των συνηθέστερων αστοχιών βρίσκεται το Chalking (κιμωλίαση), που αφήνει μια λεπτή στρώση σκόνης, παρόμοια με τη σκόνη που αφήνει η κιμωλία και τα Sags (τρεξίματα), που δημιουργούνται όταν εφαρμόζουμε σε κάθετη επιφάνεια χρώμα και αυτό δεν προσκολλάται στην επιφάνεια. «Σε κάποιες περιπτώσεις το χρώμα παραμένει μαλακό, παρότι έχει παρέλθει ο χρόνος θεραπείας, όπως αυτός ορίζεται στην Τεχνική Προδιαγραφή του προϊόντος» συμπληρώνει.

Απαιτούνται ενδελεχή έρευνα και σχολαστικές ενέργειες
«Βασική αντιμετώπιση των αστοχιών είναι η σωστή εκτίμηση της κατάστασης του υποστρώματος πριν την έναρξη των εργασιών, όπου με την κατάλληλη προετοιμασία, η οποία περιλαμβάνει αποξηλώσεις σαθρών τμημάτων και εφαρμογή κατάλληλων ασταριών, δημιουργείται ένα υπόβαθρο που θα μπορέσει να δεχτεί την τελική μας βαφή» περιγράφει ο Γρηγόρης Χρονόπουλος.

«Για το ξεθώριασμα των αποχρώσεων, ειδικά στις εξωτερικές επιφάνειες, πρώτη λύση είναι η επιλογή ποιοτικών υλικών με αντοχή στην uv ακτινοβολία και δεύτερη η επιλογή αποχρώσεων με μεγάλο δείκτη ανακλαστικότητα απέναντι στην ηλιακή ακτινοβολία» μας λέει.

«Τις περισσότερες φορές οι ζημιές που προκαλούνται στις επιφάνειες είναι κρίσιμες για την πορεία τους στο χρόνο» σημειώνει ο Αντώνης Ασπρόπουλος, τονίζοντας πως «για τον λόγο αυτό χρειάζεται ενδελεχή έρευνα και σχολαστικές ενέργειες όπως ολική αφαίρεση του ήδη εφαρμοσμένου συστήματος, προσδιορισμός των αιτιών που προκάλεσαν την αστοχία του μέσα από την ανάλυση των υλικών που αφαιρέθηκαν και την αποκάλυψη της αρχικής επιφάνειας, επαναπροσδιορισμός των αναγκών, προσεκτικός σχεδιασμός του νέου συστήματος και εφαρμογή αυτού».

Αντιμετωπίζοντας το Peeling, τα Liftings και τα Voids
«Αν παρουσιαστεί αποκόλληση στο σύστημα βαφής, θα πρέπει να αφαιρεθεί η στρώση η οποία έχει αποκολληθεί μέχρι τη στρώση επί της οποίας δεν εμφανίζονται φαινόμενα αποκόλλησης, ενώ η υγιής επιφάνεια θα πρέπει να πλυθεί και να καθαριστεί σχολαστικά και να προετοιμαστεί κατάλληλα, ώστε να ακολουθήσει η εφαρμογή του κατάλληλου συστήματος βαφής» μας λέει ο Χρήστος Ταχτατζής.

«Το Peeling (ξεφλούδισμα) οφείλεται σε ανεπαρκής προετοιμασία της προς βαφή επιφάνειας, υπολείμματα σκόνης, βρωμιάς, αλάτων που δεν έχουν αφαιρεθεί, αλλά και στο μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της εφαρμογής διαδοχικών στρώσεων βαφής και στις μη ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες κατά την εφαρμογή και την θεραπεία του συστήματος βαφής» μας εξηγεί.

Σχετικά με τα Liftings αναφέρει πως προκαλούνται λόγω εφαρμογή βαφής με ισχυρούς διαλύτες πάνω σε χρώμα οξειδωτικής σκλήρυνσης “oxidatively curing” (πχ αλκυδικά χρώματα). «Οι ισχυροί διαλύτες διεισδύουν στο χρώμα οξειδωτικής σκλήρυνσης, με αποτέλεσμα να «ανασηκωθεί» η συγκεκριμένη στρώση» σημειώνει.

Στις αιτίες της παραπάνω αστοχίας συγκαταλέγει και το ανεπαρκές στέγνωμα της προηγούμενης στρώσης βαφής (ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες, τα επιτρεπόμενα διαστήματα βαφών ορίζονται από τον κατασκευαστή του χρώματος).

«Για την επιδιόρθωση πραγματοποιείται αφαίρεση του χρώματος στα σημεία που έχει ανασηκωθεί, ενώ αν το νέο σύστημα έχει εφαρμοστεί σε όλη την επιφάνεια του προηγούμενου, αφαιρούμε το σύνολο του παλαιού συστήματος και εφαρμόζουμε το νέο» μας πληροφορεί.

Σχετικά με τα Voids (κενά), που οφείλονται σε εφαρμογή εξαιρετικού υψηλού ξηρού υμένα βαφής και ελλιπές ανακάτεμα κατά την ετοιμασία του χρώματος προς βαφή, δηλώνει «πως θα πρέπει να αφαιρείται το χρώμα στις περιοχές όπου ανιχνεύονται κενά και να εφαρμόζεται νέα στρώση βαφής».

Λύσεις για Blisters, Pinholes, Cracking και Blushing
Για τις Blisters (φουσκάλες) ο Χρήστος Ταχτατζής προτείνει «αφαίρεση του συστήματος βαφής στην περιοχή που εμφανίζονται οι φουσκάλες, πλύσιμο με φρέσκο νερό και εκ νέου εφαρμογή του συστήματος, αφού έχουμε προετοιμάσει σωστά την επιφάνεια».

Σε ό,τι αφορά τα Pinholes, των οποίων οι αιτίες εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, σε αέρα ή διαλυτικό που «δραπετεύει» από τη στρώση βαφής ενόσω δεν έχει ακόμα στεγνώσει, συνιστάται ελαφρύ τρίψιμο με γυαλόχαρτο της επιφάνειας και εφαρμογή νέας στρώσης βαφής με πινέλο. «Θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί συμβατό χρώμα με διαλυτικά που εξατμίζονται με πιο αργό ρυθμό» συμπληρώνει.

Το Cracking δημιουργείται όταν η στρώση βαφής «θεραπεύεται» με ρυθμούς ταχύτερους από την προγενέστερη και όταν εφαρμόζεται πολύ υψηλότερος ξηρός υμένας βαφής από τον ονομαστικό (σε περίπτωση εφαρμογής υψηλού ξηρού υμένα βαφής σε προϊόν zinc ethyl silicate ονομάζεται mud cracking).

«Όταν οι ρωγμές είναι βαθιές, η στρώση βαφής θα πρέπει να αφαιρεθεί εξολοκλήρου και να εφαρμοστεί νέα» μας λέει.

«Για την επιδίορθωση του Blushing, που προκαλείται από πολύ υψηλή υγρασία ή ακόμα και νερό πάνω στη στρώση βαφής κατά τη διάρκεια της σκλήρυνσης, απαιτείται ελαφρύ τρίψιμο με γυαλόχαρτο, καθαρισμός της επιφάνειας πριν την εφαρμογή της επόμενης στρώσης βαφής» αναφέρει.

Chalking, Sags και μαλακό χρώμα βαφής
«Το Chalking (κιμωλίαση), συνέπεια της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία ορισμένων τύπων χρωμάτων (πχ epoxy coatings), χρειάζεται τρίψιμο με γυαλόχαρτο για αφαίρεση του χρώματος που υπέστη κιμωλίαση και εφαρμογή πολυουρεθάνης» μας λέει ο Δημήτριος Μαμαντζής. «Αν το φαινόμενο είναι εκτεταμένο, η υπάρχουσα στρώση βαφής που έχει υποστεί κιμωλίαση πρέπει να αφαιρεθεί εξολοκλήρου» συνεχίζει.

«Τα Sags προκύπτουν από την εφαρμογή χρωμάτων με χαμηλό κατ’ όγκο στερεά κατάλοιπα, εφαρμογή πολύ υψηλού υγρού υμένα βαφής, εφαρμογή σε επιφάνειες με χαμηλό προφίλ ή σε γυαλιστερές επιφάνειες» περιγράφει.

«Αν τα τρεξίματα συμβούν κατά τη διάρκεια της εφαρμογής, με τη χρήση ενός πινέλου, απλώνουμε το χρώμα, ενώ αν έχει υπάρξει εφαρμογή πολύ υψηλού υγρού υμένα βαφής, οι εγκλωβισμένοι διαλύτες μπορεί να αρχίσουν να ρέουν» σημειώνει, υπογραμμίζοντας πως «σε κάποιες περιπτώσεις το φαινόμενο μπορεί να είναι αποδεκτό, αν όχι, τα «τρεξίματα» θα πρέπει να αφαιρεθούν και να εφαρμοστεί μια λεπτή στρώση βαφής».

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις φορές που το χρώμα παραμένει μαλακό παρότι έχει παρέλθει ο χρόνος θεραπείας, όπως αυτός ορίζεται στην Τεχνική Προδιαγραφή του προϊόντος. «Οι αιτίες εντοπίζονται στην εφαρμογή πολύ υψηλού υγρού υμένα βαφής, στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της εφαρμογής ή και κατά τη διάρκεια της θεραπείας του χρώματος, στον ανεπαρκή εξαερισμό του χώρου (δεν εξατμίζονται οι διαλύτες)» τονίζει.

Όπως επισημαίνει ο Χρήστος Ταχτατζής «αν η αιτία είναι η εφαρμογή πολύ υψηλής στρώσης βαφής και διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν σπηλαιώσεις εντός του υμένα, θα πρέπει να εξετάσουμε την αφαίρεση του συνόλου της στρώσης και εφαρμογής νέας».«Αν δεν υπάρχουν σπηλαιώσεις και η συνέχιση της θεραπείας του χρώματος είναι ακόμα εφικτή, θα πρέπει να προβούμε στις κατάλληλες εκείνες ενέργειες, ώστε να βελτιώσουμε τις κλιματολογικές συνθήκες για να ολοκληρωθεί η διαδικασία του curing» προσθέτει.

Υπηρετώντας το concept του χώρου
Η εφαρμογή ενός συστήματος βαφής σε ένα χώρο γίνεται συνήθως για την αντισκωριακή προστασία των επιφανειών και για αισθητικούς λόγους» μας εξηγεί ο Χρήστος Ταχτατζής. «Για να διασφαλίσουμε ότι το σύστημα βαφής υπηρετεί το concept ενός χώρου, μελετάμε παράγοντες όπως η χρησιμότητα του χώρου, η διαβρωτικότητα του φορτίου που θα δεχτεί, η επιθυμητή διάρκεια ζωής του συστήματος» περιγράφει, σημειώνοντας πως, στη συνέχεια, μεταβιβάζουμε τις πληροφορίες στον προμηθευτή των χρωμάτων, ο οποίος μας προτείνει τα κατάλληλα προϊόντα, που απαντούν στις παραπάνω ανάγκες καθώς και τον ορθό τρόπο εφαρμογής τους.

«Ο βασικός λόγος ύπαρξης των συστημάτων βαφής είναι η προστασία των επιφανειών στις οποίες εφαρμόζονται και έχει να κάνει με την ολότητα του συστήματος» σχολιάζει ο Αντώνης Ασπρόπουλος.

Εξειδικευμένη εκπαίδευση για καταρτισμένους επαγγελματίες
«Η αποφυγή αστοχιών στις βαφές και τα χρώματα συνδέεται άρρηκτα με την εκπαίδευση των τεχνιτών» δηλώνει ο Ευριπίδης Τσαουσόγλου, Γενικός Διευθυντής στο Ινστιτούτο Χρωμάτων.

Όπως αναφέρει «η εξειδικευμένη εκπαίδευση διασφαλίζει ότι μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των κρίσιμων εφαρμογών όπως τα χρώματα πυροπροστασίας».

«Οι τεχνίτες μαθαίνουν να χρησιμοποιούν σωστά τον εξοπλισμό τους, να ελέγχουν τις συνθήκες εφαρμογής και να εφαρμόζουν τα προϊόντα στις συνιστώμενες ποσότητες, τηρώντας τους χρόνους στεγνώματος και επαναβαφής» μας εξηγεί.

«Παράλληλα, αποκτούν γνώσεις σχετικά με νέες τεχνολογίες και υλικά που βελτιώνουν την αντοχή, την ενεργειακή απόδοση και τη βιωσιμότητα των εφαρμογών, μειώνοντας παράλληλα τον χρόνο ολοκλήρωσης και το συνολικό κόστος των έργων» περιγράφει ο Ευριπίδης Τσαουσόγλου.