Στην αναστολή του συνόλου των έργων που δημοπρατήθηκαν και ανατέθηκαν σε ΓΕΚ Τέρνα, Aktor, Άβαξ και ΜΕΤΚΑ προχώρησε το Υπουργείο Υποδομών, μετά τις οκτώ προδικαστικές προσφυγές που κατατέθηκαν στην εκπνοή του 2024 από τις ΤΕΝΑ ΑΤΕΒΕ, ΕΡΕΤΒΟ, Έκτερ και Δομική Κρήτης. Σημειώνεται, ότι και για τις οκτώ περιπτώσεις η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων αποφάσισε να δεχτεί το αίτημα αναστολής της διαγωνιστικής διαδικασία και να λάβει προσωρινά μέτρα έως την έκδοση απόφασης της ΕΑΔΗΣΥ, δεχόμενη το αίτημα των εταιρειών που προσέφυγαν όπως προβλέπεται από τον νόμο σε αυτές τις περιπτώσεις.
Πρόκειται για έργα συνολικού προϋπολογισμού 1,349 δισ. ευρώ με ΦΠΑ. Θυμίζουμε, πως στις αιτιάσεις που επικαλούνται μεταξύ άλλων οι κατασκευαστικές που προσέφυγαν, ήταν ότι η εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης πάσχει ως προς τη νομιμότητα εφαρμογής της. «Διότι τα έντονα καιρικά φαινόμενα των θεομηνιών Daniel και Elias που επικαλείται η αναθέτουσα αρχή –σ.σ. Υπουργείο Υποδομών– ως δικαιολογητικό λόγο προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία […] δεν αποτελούσαν απρόβλεπτο γεγονός για την αναθέτουσα αρχή, αλλά πραγματικό περιστατικό γνωστό προ ενός και πλέον έτους».
Τι απαντά η αρμόδια Υπηρεσία του Υποδομών
Σε ό,τι αφορά στις αιτιάσεις των τεσσάρων προσφευγουσών εταιρειών, η Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Υποδομών απαντά, ότι «στη διαδικασία προσκαλούνται τουλάχιστον τρεις εργοληπτικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αποδεδειγμένη εμπειρία στην εκτέλεση έργων αντίστοιχης κατηγορίας υποδομών», υπονοώντας ότι δεν διαθέτουν αντίστοιχη εμπειρία οι εταιρείες που δεν προσκλήθηκαν. Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής της η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Υποδομών, αναφέρει ότι «η εξαιρετική αυτή διαδικασία εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, όταν εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, προκαλείται κατεπείγουσα ανάγκη, για τη θεραπεία της οποίας δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες».
Δικαιολογώντας τις διαδικασίες-εξπρές που ακολουθήθηκαν για την ανάθεση του έργου στους τέσσερις μεγάλους, η Υπηρεσία Δημοσίων Έργων προσθέτει ότι «η ανάγκη ικανοποίησης του δημοσίου συμφέροντος, που ανακύπτει από αιφνίδια και απρόβλεπτα γεγονότα, μη αναγόμενα σε υπαίτια συμπεριφορά της Αναθέτουσας Αρχής, κατισχύει των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού και των λοιπών αρχών που διέπουν την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, στο μέτρο που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την αντιμετώπισή της».
Ταυτόχρονα επισημαίνει, ότι οι τέσσερις κατασκευαστικές που κλήθηκαν να λάβουν μέρος στη διαδικασία διαπραγμάτευσης «διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρία στην εκτέλεση έργων αντίστοιχης κατηγορίας». Στα όσα αναφέρει η Υπηρεσία περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός ότι είναι αδύνατη εν προκειμένω η τήρηση ακόμη και των σύντομων διαδικασιών της επισπευσμένης ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας, με προθεσμία 15 και 10 ημερών, αντίστοιχα, για την υποβολή των προσφορών, «δοθέντος ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν τελεσφορούν άμεσα, ενώ η αποκατάσταση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των ως άνω περιοχών δεν είναι επιδεκτική περαιτέρω καθυστέρησης, καθώς οι επίμαχες εργασίες πρέπει να ξεκινήσουν και ολοκληρωθούν ταχύτατα ώστε να επανέλθει σε κανονικά κατά το δυνατόν επίπεδα η κοινωνική και οικονομική ζωή».