Το 2007, ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Γιώργος Σουφλιάς, συναντιόταν με τους δημάρχους των νοτίων προαστίων για να συζητήσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός μητροπολιτικού πάρκου στο Ελληνικό. Στα τέλη Ιουνίου του 2021 μεταβιβάστηκε το 100% των μετοχών της «Ελληνικό Α.Ε.» στη Lamda Development. Το ΤΑΙΠΕΔ εισέπραξε το ποσό των 300 εκατ. ευρώ ως πρώτη δόση από το τίμημα των συνολικά 915 εκατ. ευρώ και επιπλέον παρέλαβε εγγυητική επιστολή 347.191.349 ευρώ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, πέρασαν 14 ολόκληρα χρόνια μέχρι να δοθεί επισήμως στον παραχωρησιούχο η έκταση και να ξεκινήσει η επένδυση.

Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι ανεχθήκαμε να περιμένουμε πάνω από μία δεκαετία για να μπει το νερό στο αυλάκι. Να είμαστε ξεκάθαροι, δεν υπονοούμε ούτε στηρίζουμε την άποψη πως η χώρα πρέπει να δέχεται επενδύσεις χωρίς έλεγχο και κανόνες, τελείως τυχοδιωκτικά και με μεγάλο ρίσκο για όλους. Ωστόσο, είμαστε μια χώρα που διψά για επενδύσεις, που πέρασε δύο απανωτές κρίσεις με σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις.

Αυτό που πρέπει να μας γίνει μάθημα με το Ελληνικό είναι πως ως χώρα πρέπει να ελέγχουμε, να θέτουμε κανόνες και να στηρίζουμε τους επενδυτές εφόσον δεν υπάρχουν πραγματικά εμπόδια. Να μη δημιουργούμε εμπόδια  εκεί που δεν υπάρχουν… Οφείλουμε για την κοινωνία, την οικονομία και τις επόμενες γενιές να διευκολύνουμε τα μεγάλα επενδυτικά έργα χωρίς να βάζουμε τρικλοποδιές, τηρώντας τους νόμους και τους κανόνες, και να μη «χρωματίζουμε» κομματικά τα έργα.

Οι άνθρωποι που κάθε φορά αναλαμβάνουν τις τύχες αυτής της χώρας πρέπει να έχουν έναν κοινό σκοπό, παρά τις διαφορές τους: να μην αφήνουν τη γραφειοκρατία και αστήρικτες νομικά αιτιάσεις να βάζουν στο συρτάρι μια επένδυση που μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των πολιτών και μακροπρόθεσμα να παραγάγει κέρδη για τα δημόσια ταμεία.

Σημειωτέον πως, εκτός από αυτά, υπάρχει και ένα σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει. Το Ελληνικό, μετά κόπων και δυσκολιών, φαίνεται να μπήκε στις ράγες υλοποίησής του, με το ελληνικό Δημόσιο να εισπράττει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και τον ελληνικό λαό να μπορεί να απολαύσει ένα έργο που δεν θα αλλάξει μόνο την Αττική, αλλά την Ελλάδα στο σύνολό της. Τι θα γίνει όμως με τα μικρότερα έργα που δεν έχουν τύχει της αναγνώρισης της αθηναϊκής Ριβιέρας;  Αν οι αρμόδιοι πολιτειακοί παράγοντες αντιληφθούν τις δυσκολίες και την ιστορία του Ελληνικού, τότε έχουμε ελπίδα να μη διακινδυνεύσουμε μεγάλες και μικρότερες επενδύσεις για τη χώρα και την εικόνα της. Γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, οι επενδυτές ίσως να μη δείξουν την ίδια υπομονή και να προτιμήσουν χώρες με καλύτερες συνθήκες.

Όπως καταλαβαίνετε, το Ελληνικό είναι το «δέντρο» και όχι το «δάσος» της υπόθεσης. Από δω και πέρα σημασία έχει η χώρα να επιλέξει την οικονομία που θέλει. Βγαίνοντας από την οικονομική ύφεση της πανδημίας, πρέπει να αποφασίσουμε, με αφορμή το Ελληνικό και το κάθε μικρότερο «Ελληνικό», αν θέλουμε μια οικονομία παροχής υπηρεσιών ή μια οικονομία ανταγωνιστική που να βασίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματά της.